Επιστροφή

Αγιονόρι, κάστρο

Αγιονόρι, κάστρο

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ: Κορινθία

Αγιονόρι, κάστρο

  • Θέση

     

    Το Αγιονόρι, οικισμός και κάστρο, βρίσκεται σε ύψωμα με στρατηγική σημασία, στα βόρεια του Αραχναίου όρους. Στα νότια της Κορινθίας λίγο πριν την Αργολίδα ελέγχει το νότιο πέρας της στενωπού από όπου διερχόταν η Κοντοπορεία, ένας από τους σημαντικούς δρόμους που συνέδεαν την Αργολίδα με την Κορινθία και τον Ισθμό.

    Στο οπτικό πεδίο του φρουρίου βρίσκεται ο Ακροκόρινθος και το οχυρό της Αμπιδίτσας. Πέρα από τον σημερινό οικισμό και τα εμφανή ερείπια που περικλείουν το κάστρο φαίνεται ότι υπήρχαν και άλλοι σχετιζόμενοι οικισμοί. Στα δυτικά απλώνεται μικρή εύφορη κοιλάδα, η οποία φαίνεται πως είχε κατοικηθεί από τους αρχαίους χρόνους, όπως μαρτυρούν τα ίχνη τειχών στον πλησιόχωρο λόφο Δραγατούρα, τα όστρακα και τα μαρμάρινα μέλη, εντοιχισμένα σε κτίσματα της περιοχής.

  • Ιστορικά στοιχεία

    Το Αγιονόρι υπήρξε ένας εξαιρετικά σημαντικός οικισμός που ήκμασε στη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο. Το όνομά συνδέεται και με την παλαιότερη μνεία του βυζαντινού οικισμού Ενόριον στον βίο του Οσίου Νίκωνος του Μετανοείτε (π. 970). Στο Χρονικόν του Μορέως αναφέρεται ως Άγιον Όρος. Επίσης απαντά στις πηγές ως Αϊνόρι, Enoria, Ἁγινόρι. Ως Αγιονόρι αναφέρεται σε επιστολή του 1212 του Πάπα Ιννοκέντιου Γ΄. Αναφορά στο Αγιονόρι θεωρείται ότι υπάρχει στα έργα του Βυζαντινού ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη και του Άραβα γεωγράφου Ēdrisi (δεύτερο μισό 12ου αιώνα). Στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα οι ονομασίες Ἃγιον Ὄρος και Aynori απαντούν αντίστοιχα στο Χρονικόν του Μορέως και σε έγγραφα του Ανδηγαβικού Οίκου, κυρίαρχου του Πριγκιπάτου της Αχαΐας από το 1278. Το 1365 συναντάται, ως «Ainori», στα έγγραφα εσόδων του Niccoló Acciaiuoli, εξέχοντος μέλους της τραπεζικής οικογένειας των Acciaiuoli από τη Φλωρεντία που κατείχε την καστελλανία της Κορίνθου από το 1358. Το 1371 μαρτυρούνται τοξότες που ανήκουν στην εκκλησία Αγιονορίου.  

    Το κάστρο Αγιονορίου αναφέρεται ρητά σε καταλόγους φρουρίων των ετών 1450, 1467, 1469 και 1471, και μάλιστα ως κατεστραμμένο το 1467 και το 1471. Στα επόμενα χρόνια το χωριό Αγιονόρι περιλαμβάνεται σε κατάστιχο του 1500, στον χάρτη του Battista Agnese του 1554 και πολύ αργότερα σε βενετική απογραφή του 1700 και σε κείμενα του 19ου αιώνα. Ο πληθυσμός του οικισμού παρουσιάζεται αυξημένος μετά το 1460, ιδιαιτέρως δε μετά το τέλος της Β΄Ενετοκρατίας (1715).

    Στην επανάσταση του 1821 το φρούριο χρησιμοποιήθηκε από τον Νικηταρά κατά την εκστρατεία εναντίον του Δράμαλη.

    Οι πληροφορίες που αντλούμε από τις πηγές δεν παρέχουν στοιχεία για την ακριβή χρονολόγηση του κάστρου. Ωστόσο θεωρείται βέβαιο ότι το ιστάμενο φρούριο Αγιονορίου οικοδομήθηκε μετά την φραγκική κατάκτηση σταδιακά και βάσει σχεδίου. Γύρω από το κάστρο εξακτινώνεται εκτεταμένος οικισμός. Το φαινόμενο της συγκέντρωσης των πληθυσμών σε συγκροτημένους οικισμούς γύρω από οχυρές θέσεις και κάστρα αναπτύσσεται στην φεουδαλική Πελοπόννησο από τον 13ο έως τον 15ο αιώνα, φαινόμενο που παραλληλίζεται με το παλιότερο ιταλικό incastellamento. Η ανάπτυξη του οικισμού του Αγιονορίου στον λόφο του κάστρου με το πλήθος των ναών προϋποθέτει την ύπαρξη του ίδιου του κάστρου, γύρω από το οποίο αναπτύσσονται τα κτήρια. Η χρονολογία 1325 που αναφέρεται στην επιγραφή που σώζεται μέχρι σήμερα στον ημικύκλινδρο της αψίδας του ναού των Αγίων Αναργύρων αποτελεί ασφαλές terminus ante quem για την ίδρυση αυτού του οικισμού. Με αυτά τα δεδομένα συμπεραίνεται ότι το κάστρο ιδρύθηκε κατά τον 13ο αιώνα.  

    Χρονολόγηση: σταυροφορική / υστεροβυζαντινή περίοδος (13ος – 15ος αι.)

  • Περιγραφή

    Το μικρό κάστρο στην κορυφή του λόφου σχηματίζει πεντάγωνο με ορθογωνικούς σε κάτοψη πύργους στις ακμές. Το φρούριο αναπτύσσεται σε συμμετρική διάταξη ως προς τον νοητό άξονα Β-Ν, ο οποίος διέρχεται από τον κεντρικό πύργο του βόρειου τμήματος του κάστρου και από το μέσον του νότιου μεταπυργίου. Αντίθετα, ο άξονας Α-Δ χωρίζει το κάστρο σε δύο τμήματα με διαφορετική οργάνωση. Στο νότιο δύο ψηλοί πύργοι συγκλίνουν στα άκρα ενός βραχέος μεταπυργίου και στο βόρειο παρατάσσονται τρεις μικροί πύργοι υπό αμβλεία γωνία. Οι τρεις πύργοι της βόρειας πλευράς διατηρούνται σε κακή κατάσταση, με τον βορειοδυτικό κατεστραμμένο μέχρι τα θεμέλια. Από τους δύο μεγάλους μεσημβρινούς πύργους, ο δυτικός στέκει σχεδόν σε όλο του το ύψος, ενώ από τον ανατολικό λείπει ένας όροφος.

    Το μνημείο αποτελεί προϊόν ενιαίου και ολοκληρωμένου σχεδιασμού που εφαρμόστηκε με την διαδικασία της σταδιακής οικοδόμησης, όπως μαρτυρούν οι αρμοί επαφής των μεταπυργίων με τους πύργους.

    Πρώτοι κτίστηκαν οι δύο ψηλοί και ισχυροί πύργοι στα στην ευπρόσβλητη νότια πλαγιά. Χρησιμοποιήθηκαν άμεσα ως χώροι διαμονής και αποθήκευσης. Στην συνέχεια ολοκληρώθηκε ο αμυντικός περίβολος και οι 3 πύργοι στα βόρεια, συμπαγείς και ισοϋψείς, ελαφρώς υπερυψωμένοι σε σχέση με τα τείχη. Στην τελική φάση ανεγέρθηκαν τα κτήρια διοίκησης, κατοικίας και αποθηκών μέσα στην αυλή, τα οποία έχουν δικούς τους τοίχους που ακουμπούν πάνω στα τείχη.

     

    Ο σχεδόν τετράγωνος νοτιοδυτικός πύργος επείχε θέση κύριου πύργου. Διέθετε τρεις ορόφους και διατηρείται σε όλο του σχεδόν το ύψος. Ο πρώτος όροφος, μπαζωμένος σήμερα, ήταν τυφλός και καλυπτόταν με ημισφαιρικό θόλο και χρησιμοποιείτο ως δεξαμενή ή αποθήκη. Στον επόμενο όροφο ανοιγόταν η είσοδος 2,5μ. περίπου ψηλότερα από το σημερινό επίπεδο της αυλής αλλά παλαιότερα θα ήταν ακόμη ψηλότερο. Στο ψηλότερο επίπεδο τα δάπεδο ήταν ξύλινο ενώ τα ανοίγματα σε όλες τις πλευρές, τρεις τοξοθυρίδες και δύο παράθυρα, επέτρεπαν την χρήση του ως χώρου διαμονής.

     

    Από τον νοτιοανατολικό πύργο έχει καταρρεύσει ο τρίτος όροφος. Το υπόγειο αρχικά διέθετε τοξοθυρίδα που σε μεταγενέστερη φάση καταργήθηκε λόγω της διαμόρφωσής του σε καμαροσκέπαστη κινστέρνα. Η πρόσβαση γινόταν με άνοιγμα στον θόλο.  Στον όροφο είχε διαμορφωθεί καμαροσκέπαστο παρεκκλήσι με την αψίδα εγγεγραμμένη στο στο πάχος του ανατολικού τοίχου. Η πρόσβαση εξασφαλιζόταν με μικρή πόρτα τοποθετημένη ψηλότερα από το επίπεδο της αυλής, στο ίδιο ύψος με τον νοτιοδυτικό πύργο. Στην δυτική πλευρά, τοξοθυρίδα πλαγιοβολής βλέπει προς το μεσημβρινό μεταπύργιο. Στην πρόσοψη ανοίγεται ορθογωνικό παράθυρο με λίθινο πλαίσιο. Καταπακτή στον θόλο οδηγεί στον δεύτερο όροφο, ενώ ο τρίτος όροφος θα καλυπτόταν με δώμα ή ξύλινη στέγη. Δύο πλίνθινοι αγωγοί κατέβαζαν τα όμβρια στην κινστέρνα.

     

    Οι τρεις μικροί πύργοι της βόρειας πλευράς διαθέτουν έντονη σκάρπα, οι δύο μεγάλοι στα νότια πολύ μικρότερη και τα τείχη καθόλου.

     

    Τα τείχη αρχικά υψώνονταν από το έδαφος σχεδόν ως 10μ. Το μέγιστο πάχος τους σημειακά φθάνει τα 2,10 μ. Σε ύψος 5 μ. περίπου από τα θεμέλια, στο εσωτερικό του κάστρου, το τείχος σχηματίζει τον περίδρομο όπου μπορούσε να κινηθεί περιμετρικά η φρουρά και τις επάλξεις, από τις οποίες διατηρείται μόνο το στηθαίο στα ΝΑ. Στις εξωτερικές όψεις των τειχών διακρίνονται στόμια αγωγών, για την παροχέτευση των ομβρίων από την αυλή. Ο περίδρομος στα τείχη διακόπτεται από τους δύο μεγάλους πύργους στα νότια.

     

    Τα αμυντικά μέσα του κάστρου είναι πενιχρά και περιορίζονται στην ευρεία χρήση τοξοθυρίδων.

     

    Η μοναδική πύλη του γουλά διευθετήθηκε κάτω από τον μεσαίο πύργο της βόρειας πλευράς, ο οποίος για το λόγο αυτό διευρύνθηκε. Στο πλέον δυσπρόσιτο σημείο της βορινής πλευράς, στο ψηλότερο βραχώδες σημείο του, κάτω από το βόρειο τείχος. Κατά αυτόν τον τρόπο, ο επίδοξος εισβολέας ερχόμενος από ανατολικά έπρεπε να διασχίσει εκτεθειμένος όλη την βόρεια πλευρά μέσα από ένα στενό πέρασμα ακριβώς κάτω από τα τείχη και τους τρεις πύργους πλαγιοβολής. Η άμυνα της πύλης ενισχύθηκε από ένα μικρό εξωτερικό οχυρωματικό περίβολο.

     

    Στην αυλή κτίστηκαν αρχικά κτήρια εφαπτόμενα στα περιμετρικά τείχη. Δύο διακρίνονται στην βόρεια πλευρά. Το μεγαλύτερο εντοπίζεται να εφάπτεται στο ανατολικό μεταπύργιο. Πρόκειται για ένα επίμηκες κτήριο με υπόγεια δεξαμενή. Για την χωροθέτηση της υπόγειας κινστέρνας αξιοποιήθηκε η έντονη κατωφέρεια του εδάφους που επέτρεψε την δημιουργία υπογείου κάτω από το βραχώδες έξαρμα της κορυφής.

     

    Για το κτίσιμο χρησιμοποιήθηκαν ντόπιες αδρολαξευμένες ασβεστόπετρες σε οριζόντιες στρώσεις, ασβεστοκονίαμα, και σποραδικά θραύσματα πλίνθων στους αρμούς. Πωρόλιθος αλλά και λαξευτοί ασβεστόλιθοι χρησιμοποιήθηκαν για τα λίθινα πλαίσια των ανοιγμάτων. Επίσης χρησιμοποιήθηκε σημαντική ποσότητα ξυλείας: ξυλοδεσιές στις τοιχοποιίες, δοκάρια στα οριζόντια ανώφλια των ανοιγμάτων, αμπάρες για να ασφαλίζουν τα θυρόφυλλα.

     

    Εξωτερικά και γύρω από το φρούριο σε χαμηλότερα υψομετρικά επίπεδα σώζονται τα ερείπια του μεσαιωνικού οικισμού, από όπου διακρίνεται πλήθος μικρών υστεροβυζαντινών ναών. Σώζονται τα ερείπια από ένδεκα τουλάχιστον μικρές εκκλησίες, εκ των οποίων διατηρείται ακέραιη αυτή των Αγίων Αναργύρων (1325) όπου σώζεται ακέραιος τοιχογραφικός διάκοσμος. Τοιχογραφίες διατηρούνται επίσης στον επισκευασμένο κοιμητηριακό ναό του Αγίου Αθανασίου.

     

    Στο κάστρο Αγιονορίου εντοπίζονται αρκετά κοινά στοιχεία με κάστρα της Γαλλίας, της Μέσης Ανατολής και του φραγκοκρατούμενου Μοριά. Το πριγκιπικό κάστρο Χλουμούτζι είναι το πρότυπό του ως προς τον γεωμετρικό σχεδιασμό. Η σταδιακή οικοδόμηση του οικοδομικού συνόλου, η αντικριστή διάταξη των δύο μεγάλων πύργων, η κατασκευή υπογείων με εκμετάλλευση της κλίσης του εδάφους, ο περίβολος έξω από την πύλη, η σκάρπα, οι τοξοθυρίδες, είναι χαρακτηριστικά που μοιράζεται επιλεκτικά με πελοποννησιακά κάστρα όπως του Χλουμουτζίου, της Καρύταινας, του Μίλα, του Σαφλαούρου και του Κιβερίου.

     

    Ιδιαίτερα με το Κιβέρι, το Αγιονόρι μοιράζεται κατασκευαστικές και μορφολογικές ομοιότητες, στην τοιχοποιία, στους οικοδομικούς αρμούς των πύργων και των μεταπυργίων, στους ορθογωνικούς πύργους που συνεχίζουν την βυζαντινή παράδοση.

     

    Το κάστρο του Αγιονορίου, με όλα τα απαραίτητα κτίσματα για επιβίωση και διαβίωση, όπως κινστέρνες, χώρους διαμονής στον περίβολο και στον μεγάλο πύργο, ενδεχομένως και αίθουσα υποδοχής, παρεκκλήσι στον νοτιοανατολικό πύργο, αποτελεί φεουδαρχικό κάστρο με σύνθετη λειτουργία: εκτός από αμυντική κατασκευή, ήταν κατοικία και σύμβολο επίδειξης εξουσίας που δέσποζε πάνω από τον περιβάλλοντα οικισμό. Ήταν επίσης διοικητικό κέντρο που ήλεγχε τον στρατηγικής σημασίας δρόμο της Κοντοπορείας αλλά και την αγροκτηνοτροφική παραγωγή της ευρύτερης περιοχής.

  • Προτεινόμενη Περιήγηση

    Ακολουθείστε το τρισδιάστατο μοντέλο

  • Το μνημείο σήμερα

    Λόγω της κακής κατάστασης του μνημείου πραγματοποιήθηκε, βάσει μελέτης της 25ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, το συγχρηματοδοτούμενο από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση έργο «Αποκατάσταση αρχαιολογικού χώρου Αγιονορίου, Δήμου Τενέας, Νομού Κορινθίας» με προϋπολογισμό 520.000 €. Το έργο εκτελέστηκε απολογιστικά και με αυτεπιστασία από την 25η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (2011-Οκτώβριος 2014) και την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κορινθίας (Νοέμβριος 2014-2015).

    Εν περιλήψει οι εργασίες συμπεριέλαβαν εκτεταμένες αποχωματώσεις και ανασκαφικές έρευνες στον εσωτερικό περίβολο που αποκάλυψαν κτηριακά κατάλοιπα περιμετρικά και σε επαφή με τα τείχη, καθαιρέσεις νεώτερων κατασκευών, καθαρισμούς στην περίμετρο τεσσάρων ναών που βρίσκονται εξωτερικά γύρω από τα τείχη του κάστρου, αποκατάσταση των δύο νότιων πύργων, μερική ανακατασκευή των πύργων και των μεταπυργιών της βόρειας πλευράς και συμπληρώσεις λιθοδομών, αποκατάσταση της θολωτής πύλης εισόδου, διαμόρφωση διαδρομών πρόσβασης και περιήγησης στο  κάστρο και αποκατάσταση του φωτισμού στο εσωτερικό του και τοποθέτηση πινακίδων πληροφόρησης.  

    Οι εργασίες στο κάστρο του Αγιονορίου έφεραν στο φως 55 αγγεία και χιλιάδες όστρακα, που χρονολογούνται στην ύστερη βυζαντινή περίοδο, στους 13ο και 14ο αιώνες αλλά και μεταγενέστερα. Ανευρέθησαν ακόμη μεταλλικά αντικείμενα, διακοσμητικά στοιχεία ένδυσης, πόρπες ζώνης, πέταλα, καρφιά και σύνδεσμοι, εξαρτήματα θυρωμάτων, λίγα εργαλεία, εκκλησιαστικός εξοπλισμός στις εκκλησίες εξωτερικά και περιμετρικά του κάστρου. Τέλος, από τα 30 νομίσματα που χρονολογούνται από τον 13ο αι. ως τους νεώτερους χρόνους, τα περισσότερα ανήκουν στην Οθωμανική περίοδο.

  • Βιβλιογραφία

     

    Δ. Αθανασούλης, «Το κάστρο Αγιονόρι», Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Οχυρωματική Αρχιτεκτονική στην Πελοπόννησο (5ος – 15ος αι.),  Αθήνα 2016 (υπό έκδοση)

    Π. Βελισσαρίου, «Αρχιτεκτονικά γλυπτά Αγιονορίου, Ιστορικογεωγραφικά 2,  257-261.

    Ν. Δρανδάκης – Β. Κατσαρός, «Βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία Αγιονορίου», Ιστορικογεωγραφικά 2, 1988, 233-252.

    Μ. Κορδώσης, Συμβολή στην ιστορία και τοπογραφία της περιοχής Κορίνθου στους Μέσους Χρόνους, Αθήνα 1981, 141 κ.ε.

    Μ. Κορδώσης, «Ιστορικά και τοπογραφικά προβλήματα της περιοχής», Ιστορικογεωγραφικά 2, 1988, 219-226.

    Κ. Κορδώσης, Η αρχιτεκτονική του κάστρου (Γουλάς), Ιστορικογεωγραφικά 2, 1988, 253-256

    Μ. Κορδώσης, Οικιστικές φάσεις του Αγιονορίου, Ιστορικογεωγραφικά 2, 1988,  263-269.

    Κορδώσης, «Μοναστήρια Ανατολικής διόδου από Κόρινθο προς Άργος», Πρακτικά 1ου συνεδρίου Κορινθιακών Σπουδών, Ιστορικά Κορινθιακά Μοναστήρια, 102].

    Lognon-Τopping, Documents sur la regime des terres dans la principauté de Morée, 174, στ. 10-11, 184, στ. 6-7,

    Κ. Οικονόμου, «Συμβολή στο τοπωνυμικό της Κορινθίας, Τα τοπωνύμια του Αγιονορίου», Ιστορικογεωγραφικά 2, 1988, 271-289.  

    Ν. Σκάγκος, «Αγιονόρι Κορινθίας. Νέα αρχαιολογικά στοιχεία» 2014», Ιστορικογεωγραφικά 13-15, Γιάννενα-Θεσσαλονίκη 2014, 29-72.

     

Χάρτης

map

Γενικές Πληροφορίες

Τυπος Φρούριο
Χρονολόγηση σταυροφορική / υστεροβυζαντινή περίοδος (13ος – 15ος αι.)
Συντεταγμένες Γεωγραφικό πλάτος: 37.7566067 Β, Γεωγραφικό μήκος: 22.8805379 Α
Π.Ε. Κορινθίας
Δημος ΚΟΡΙΝΘΙΩΝ

Πρόσβαση στο Κάστρο

  • Από την Κορινθία, ακολουθώντας την επαρχιακή οδό Χιλιομοδίου-Άργους.

Περισσότερα στο διαδίκτυο

<a href="https://www.flickr.com/photos/135451210@N02/">Flickr</a>