Ιστορία

Ιστορία

Ιστορία

Στην περιφέρεια του Βυζαντίου

Μετά τους σταυροφόρους

Οθωμανοί και Ενετοί στην Πελοπόννησο

Στα χρόνια της Επανάστασης

Η Πελοπόννησος, κατέχοντας μια στρατηγικής σημασίας γεωγραφική θέση στην ανατολική Μεσόγειο, γνώρισε στη μακραίωνη ιστορία της συνεχείς πολιτικοκοινωνικές αλλαγές. Πολλοί επιδρομείς προσπάθησαν και κάποιοι πέτυχαν να την κυριεύσουν. Αποτέλεσμα των ιστορικών, στρατιωτικών, πολιτικών, κοινωνικών συνθηκών είναι ένα ευρύ και ποικίλο οχυρωματικό δίκτυο το οποίο εντοπίζεται και στην Αργολίδα, την Αρκαδία και την Κορινθία, περιοχές που ακολούθησαν ιστορικά την τύχη της υπόλοιπης Πελοποννήσου

Στην περιφέρεια του Βυζαντίου

Κόρινθος,ἥ ποτε Ἐφύρα, μητρόπολις πάσης Ἑλλάδος καὶ αὐτῆς Πελοποννήσου, τουτέστιν Ἀχαίας· οἱ γὰρ Ῥωμαῖοι τοὺς τὴν Πελοπόννησον οἰκοῦντας Ἀχαιοὺς ὀνομάζουσιν. Ἔστι δὲ πᾶσα ἡ νῆσος ὑπὸ ἐνὶ στρατηγῷ τεταγμένη, πόλεις ἔχουσα τεσσαράκοντα· ἐξ  ὧν εἰσιν ἐπίσημοι Κόρινθος μητρόπολις, Σικυών, Ἄργος, Λακεδαιμονία τῆς Λακωνικῆς ἡ πρίν Σπάρτη, ἑτέρα μητρόπολις αἱ λεγόμεναι Πάτραι.

Πορφυρογέννητος, Περί Θεμάτων.

 

Η Πελοπόννησος ανήκε κατά τους πρώιμους βυζαντινούς αιώνες στην υπαρχία Ιλλυρικού, ενώ το διοικητικό καθεστώς μεταβλήθηκε τον 7ο αι., οπότε εισήχθη ο θεσμός των θεμάτων. Η πρώτη ασφαλώς χρονολογημένη μαρτυρία για το θέμα Πελοποννήσου, με έδρα την Κόρινθο, ανάγεται το 805, αλλά πιθανό είναι η ίδρυσή του να πραγματοποιήθηκε ήδη από τα τέλη του 8ου αιώνα (783 ή 786-788).

Οι πρωτοβυζαντινοί χρόνοι (4ος – 7ος αι.) είναι για την Πελοπόννησο περίοδος όσμωσης στοιχείων του αρχαίου τρόπου ζωής και νέων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών και αντιλήψεων που συνδέονται με την εξάπλωση της νέας χριστιανικής θρησκείας. Παράλληλα διαμορφώνεται η εκκλησιαστική διοίκηση σε ισχυρές τοπικές επισκοπές που εκπροσωπούνται ακόμη και σε Οικουμενικές Συνόδους, όπως συνέβη με τον επίσκοπο Τεγέας, Ωφέλιμο, στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451. Σημαντικά θρησκευτικά καθιδρύματα ανεγείρονται στους νομούς Αργολίδας, Αρκαδίας και Κορινθίας. Στο νομό Αργολίδας είναι γνωστές οι βασιλικές στο Άργος, την Επίδαυρο και την Ερμιόνη, στην Αρκαδία η βασιλική του Θύρσου στην Τεγέα και στην Κορινθία η μεγαλύτερη σε διαστάσεις βασιλική των Βαλκανίων, αυτή του μάρτυρα Λεωνίδη στο Λέχαιο, αλλά και άλλες όπως π.χ. του επισκόπου Κοδράτου, του Κρανείου, της Σκουτέλας.

Ωστόσο, την περίοδο αυτή πλήττουν την Πελοπόννησο φυσικά φαινόμενα, όπως σεισμοί, η πανώλη του 542, αλλά και επιδρομές που είχαν ως αποτέλεσμα δηώσεις πολλών πόλεων. Συγκεκριμένα το 396-397 η Αργολίδα, η Κορινθία και η Αρκαδία υφίστανται τις καταστροφικές συνέπειες της επιδρομής των Βησιγότθων του Αλάριχου, και ουσιαστικά μόνο η Τεγέα υπό τον άρχοντα Ρούφο θα αντισταθεί επιτυχώς. Η ανασφάλεια από τις επιδρομές κατά την περίοδο αυτή αποτυπώνονται στην κατασκευή οχυρώσεων, όπως του Εξαμιλίου τείχους, αλλά και της πρωτοβυζαντινής οχύρωσης της Κορίνθου.

Οι πόλεις σταδιακά αλλάζουν μορφή, εγκαταλείποντας τους κανόνες του πολεοδομικού σχεδιασμού και γίνονται κέντρα της αγροτικής υπαίθρου, η οποία ολοένα αποκτά μεγαλύτερη σημασία.

Μεταβατικοί χρόνοι (7ος – 9ος αι.).

Το κλίμα ανασφάλειας εξακολουθεί να υφίσταται και σε επόμενους αιώνες. Από τα τέλη του 6ου αιώνα, αλλά και στις αρχές του 7ου αιώνα σημειώνονται επιδρομές σλαβικών φύλων που φθάνουν στην Πελοπόννησο κατά κύματα. Τα βαρβαρικά φύλα προχωρούν κυρίως προς την ορεινή ενδοχώρα της Πελοποννήσου αλλά και στα δυτικά. Πολλοί από τους παλαιούς κατοίκους για λόγους ασφαλείας αναγκάζονται να βρουν καταφύγιο σε φυσικά οχυρωμένες θέσεις, αλλά και στα παράλια ή σε νησιά που ελέγχονταν και προστατεύονταν καλύτερα από τον βυζαντινό στόλο. Συνέπεια της παραπάνω κατάστασης είναι η δημιουργία πόλεων-κάστρων. Ενδεικτικά, οι Αργείοι και οι Κορίνθιοι φαίνεται ότι καταφεύγουν, έστω και προσωρινά, στη νήσο Ρόμβη και Αίγινα αντίστοιχα, οι κάτοικοι της Αρκαδίας ιδρύουν την Αρκαδιά στη Μεσσηνία, ορισμένοι Λάκωνες την Μονεμβασιά, ενώ άλλοι καταφεύγουν στην Τσακωνιά.

Τις αλλαγές αυτές ακολουθούν και αλλαγές στην εκκλησιαστική διοίκηση. Νέες επισκοπές δημιουργούνται, ενώ ορισμένες παλαιότερες υποβιβάζονται ή αντίστοιχα αποκτούν δύναμη.

Οι εγκατασταθέντες Σλάβοι σταδιακά αρχίζουν να συνυπάρχουν ειρηνικά με το ντόπιο πληθυσμό και αφομοιώνονται από αυτόν, όπως γλαφυρά αναδεικνύεται από πρόσφατα ανασκαφικά ευρήματα στην Αρκαδία. Σταδιακά, η βυζαντινή εξουσία εδραιώνεται σε όλα τα τμήματα της Πελοποννήσου, μέχρι τα τέλη του 9ου αι. Οι Βυζαντινοί ανακτούν πλήρως τον έλεγχο στην περιοχή μετά τις εκστρατείες του πατρικίου και λογοθέτη του ὁξέως δρόμου Σταυράκιου το 783 και λίγο αργότερα, το 805-806 του στρατηγού Σκληρού, χάρη σε μέτρα εποικισμού. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκαν σημαντικές προσπάθειες εδραίωσης της χριστιανικής πίστης με την δραστηριοποίηση εκκλησιαστικών μορφών του βεληνεκούς του Πέτρου επισκόπου Άργους και του οσίου Νίκωνος του Μετανοείτε.

Από τον 7ο αι. οι Άραβες κάνουν αισθητή την εχθρική παρουσία τους. Η κατάκτηση της Κρήτης το 827 από τους Άραβες, υπήρξε σημαντική για την ασφάλεια των κατοίκων και της Πελοποννήσου, καθώς χρησιμοποιούσαν την Κρήτη ως βάση εξορμήσεων. Το γεγονός αυτό δεν αφήνει ανεπηρέαστη την περιοχή της Κορινθίας, καθώς ορισμένες πόλεις της μετακινούνται σε ασφαλέστερες θέσεις στο εσωτερικό, όπως φανερώνει και η ίδρυση της επισκοπής Ζεμενού. Από τον βίο του Πέτρου Άργους γίνεται αντιληπτό ότι το Άργος και το Ναύπλιο στο τέλος του 9ου αι. και στις αρχές του 10ου ήταν οικισμοί με οργανωμένο κοινωνικό ιστό. Ο πλούτος της περιοχής πρέπει να ήταν αξιόλογος ώστε να λεηλατούνται οι πόλεις από Άραβες πειρατές, αλλά να υπάρχει ταυτόχρονα και η δυνατότητα για εξαγορά και απελευθέρωση των αιχμαλώτων.

Μέση βυζαντινή περίοδος (9ος – 13ος αι.). Οι νίκες απέναντι στους νέους εχθρούς της αυτοκρατορίας στους αιώνες αυτούς δημιουργούν συνθήκες ομαλότητας και ευημερίας.  Δεκάδες πόλεις της Πελοποννήσου απαριθμούνται στο έργο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου Περί Θεμάτων. Πέντε από αυτές αναφέρονται ονομαστικά, τρεις μάλιστα ανήκουν στην Κορινθία (Κόρινθος, Σικυώνα) και στην Αργολίδα (Άργος).

Η ακμή αποτυπώνεται στην Πελοπόννησο τόσο στις πόλεις που ευημερούν την περίοδο αυτή, όπως η Κόρινθος, το Νύκλι και το Άργος, όσο και σε θρησκευτικά καθιδρύματα, όπως η Μονή της Θεοτόκου στο Στείρι Κορινθίας, η Αγία Μονή Αρείας και ο ναός της Μεταμόρφωσης του Πλατανίτη στην Αργολίδα.  

Στο α΄μισό του 11ου αιώνα τα θέματα Ελλάδας και Πελοποννήσου συνενώνονται. Η διοικητική αυτή αλλαγή έχει ως αποτέλεσμα την μεταφορά της έδρας από την Κόρινθο στη Θήβα. Παράλληλα τον ίδιο αιώνα ιδρύονται δύο ακόμη μητροπόλεις, της Χριστιανουπόλεως και της Λακεδαιμονίας, ενώ το 1189 ιδρύεται μητρόπολη και στο Άργος, αποδυναμώνοντας έτσι αυτή της Κορίνθου. Η Αρκαδία, στις αρχές του 10ου αιώνα υπαγόταν εκκλησιαστικά στην επισκοπή Λακεδαιμονίας, ενώ με την αναγωγή της επισκοπής Λακεδαιμονίας σε μητρόπολη περιοχές της υπάγονται στις υποκείμενες αυτής επισκοπές Αμυκλείου με έδρα το Νίκλι, και Πίσσης πιθανόν στην περιοχή της Κυνουρίας. 

Η ανάγκη αμυντικής θωράκισης και προστασίας των πολιτών παρ’ όλα αυτά δεν έχει εκλείψει. Αραβικές επιδρομές ταλαιπωρούν τα παράλια της Αργολίδας και κατά τον 12ο αι. Επίσης, το 1147 ο βασιλιάς των Νορμανδών Ρογήρος  λεηλατεί  την πόλη της Κορίνθου. Σε αυτές τις συνθήκες, στην Αργολίδα επαναχρησιμοποιούνται τα κάστρα της Λάρισας Άργους και Ακροναυπλίας. Παράλληλα, στην Αρκαδία πολλές πόλεις επιβιώνουν των δοκιμασιών των μεταβατικών αιώνων και εξελίσσονται. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Τεγέας που αφενός οχυρώνεται και αφετέρου μετονομάζεται σε Νίκλι, αλλά και η περίπτωση της Βελιγοστής, που εξελίσσεται σε ακμαία μεσοβυζαντινή πολιτεία, όπως αποδεικνύει άλλωστε και ο χαρακτηρισμός της στο Χρονικόν του Μορέως ως χώρας προεστής. Στην Κορινθία πραγματοποιούνται επισκευές και κατασκευές στο κάστρο του Ακροκορίνθου, ενώ βυζαντινή παρουσία εντοπίζεται πιθανώς στη θέση Αγιονόρι, Αγγελόκαστρο, Πιάδα κ.α.

Μετά τους σταυροφόρους

Τέσσαρα κάστρη ἀφέντη μας, σὲ λείπουσιν ἀκόμη·

τὸ πρῶτον ἔνι ἡ Κόρινθος, τὸ δεύτερον τὸ Ἀνάπλι,

τὸ τρίτο ἔνι ἡ Μονοβασία, τὸ τέταρτον τὸ Ἄργος·

πολλὰ εἶν’ τὰ κάστρη δυνατὰ, καλὰ σωταρχισμένα.

Χρονικόν Μορέως.

Στις 12 Απριλίου 1204 οι Σταυροφόροι κατακτούν την Κωνσταντινούπολη, καταλύουν το βυζαντινό κράτος και διαμοιράζουν μεταξύ τους τα εδάφη του. H συμφωνία όμως για τη διανομή των εδαφών της αυτοκρατορίας (Partitio Terrarum Imperii Romaniae) είναι θεωρητική, καθώς τα εδάφη πρέπει να κατακτηθούν. Αν και με την Partitio η Πελοπόννησος παραχωρείτο στους Βενετούς, «κατακτητικώ δικαίω» βρίσκεται ήδη στα χέρια των Φράγκων. Η φραγκική κατάκτηση της Πελοποννήσου αρχίζει το 1205 από το βορειοδυτικό τμήμα της Πελοποννήσου από  Φράγκους ιππότες υπό την ηγεσία των Γουλιέλμου Σαμπλίτη και Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, οι οποίοι ιδρύουν το φράγκικο Πριγκιπάτο της Αχαΐας.

Με τη συνθήκη της Σαπιέντσας το 1209, η Πελοπόννησος, με εξαίρεση τα λιμάνια της Μεθώνης και της Κορώνης, περνά και επισήμως στους Φράγκους με δήλωση υποτέλειας του πρίγκηπα στο δόγη της Βενετίας. Λίγοι τοπικοί άρχοντες, όπως ο άρχοντας του Ναυπλίου, Άργους και Κορίνθου, Λέων Σγουρός, προβάλλουν αντίσταση στους νέους κατακτητές. 

Μετά και την αποχώρηση του Σαμπλίτη, ο Βιλλεαρδουίνος ασχολείται με τη διανομή των φεούδων της επικράτειάς του. Η Πελοπόννησος χωρίζεται σε 12 βαρωνίες που περιλαμβάνουν αντίστοιχα ορισμένο αριθμό φεούδων. Η Αρκαδία χωρίζεται σε 4 βαρωνίες, της Άκοβας που είχε 24 φέουδα, τη βαρωνία της Καρύταινας με 22 φέουδα, τη βαρωνία της Βελίγοστης με τέσσερα φέουδα, και τέλος τη βαρωνία του Νικλίου με 6 φέουδα. H Κυνουρία κατακτάται τελευταία και δίδεται ως φέουδο στον βαρώνο του Γερακίου.

Η Αργολίδα με τα σημαντικά κάστρα της Λάρισας, Ναυπλίου, Κιβερίου και Θερμησίας, έπειτα από σύντομη κατοχή  των Βιλλεαρδουίνων, παραχωρούνται το 1212 στον δούκα των Αθηνών  Όθωνα de la Roche.

Η περιοχή της Κορινθίας δεν αποτελεί βαρωνία, αλλά καστελλανία, καθώς εξαρτάται απευθείας από τον Πρίγκιπα του Μορέως.  Η καστελλανία περιλαμβάνει τον Ακροκόρινθο και το Πεντεσκούφι, τα Βασιλικά, το Αγγελόκαστρο, τον Άγ. Γεώργιο Πολυφέγγους, τον Άγ. Βασίλειο, το Λιγουριό, την Πιάδα και το Ξεροκαστέλλο.

Σημαντική για τις ιστορικές εξελίξεις είναι η  μάχη της Πελαγονίας το 1259. Οι νικητές Βυζαντινοί λαμβάνουν ως αντάλλαγμα για την απελευθέρωση του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου τα κάστρα της Μονεμβασιάς, του Γερακίου και του Μυστρά. Τα κάστρα αυτά επικυρώθηκαν στους Βυζαντινούς το 1262 στον επονομαζόμενο «Παρλαμά των Κυριών» που πραγματοποιήθηκε στο Νίκλι, πιθανόν στο ναό της Παλαιάς Επισκοπής.  Το γεγονός αυτό σηματοδοτεί την αρχή της εδραίωσης και της σταδιακής επέκτασης των Βυζαντινών στην Πελοπόννησο. Ήδη το 1263 οι Βυζαντινοί επιτίθενται αμέσως κατά των Φράγκων, ενώ επιπλέον έρχεται από την Κωνσταντινούπολη για να τον βοηθήσει ο σεβαστοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αδελφός του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄.

Κατά τον 14ο αι. η βυζαντινή κυριαρχία στην Πελοπόννησο επεκτείνεται και εδραιώνεται. Ήδη από την β΄ δεκαετία αυτού του αιώνα, που επίτροπος του Μυστρά  ήταν ο Ανδρόνικος Ασάν Παλαιολόγος, κυριεύονται σημαντικά κάστρα στην Αρκαδία, όπως της Καρύταινας και της Άκοβας. Επιπλέον το 1348/1349, διοικητικά, η βυζαντινή επαρχία του Μορέως αναβαθμίζεται σε δεσποτάτο. Ο τίτλος του δεσπότη περνά σε αξιόλογα μέλη των οικογενειών των Καντακουζηνών και των Παλαιολόγων.

Εκτός όμως από τη βυζαντινή ενδυνάμωση, και άλλοι εξωγενείς παράγοντες αποδυναμώνουν σταδιακά το Πριγκηπάτο της Αχαΐας, όπως η παρουσία των Καταλανών και της Εταιρείας των Ναβαρραίων, αλλά και των ολοένα και συχνότερων επεμβάσεων των Οθωμανών.

Οθωμανοί και Ενετοί στην Πελοπόννησο

Ἀκόμα τούτη τὴν ἄνοιξι - Ραγιάδες, Ραγιάδες,

τοῦτο τὸ καλοκαῖρι – Καημένη Ρούμελη,

ὅσο νὰ ῾ρθῃ ὁ Μόσχοβος - Ραγιάδες, Ραγιάδες,

νὰ φέρῃ τὸ σεφέρι – Μοριᾶ καὶ Ρούμελη.

Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1453, οι Οθωμανοί προελαύνουν σταθερά στις βαλκανικές επαρχίες. Το 1460 η Πελοπόννησος, με εξαίρεση τη Μονεμβασιά και τις πόλεις που βρίσκονται υπό βενετική κατοχή (Άργος, Ναύπλιο, Μεθώνη, Κορώνη), καταλαμβάνεται από τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή. Τότε συστήνεται ο λιβάς (σαντζάκι) του Μοριά που αποτελεί τμήμα του μπεηλερμπεηλικίου (εγιαλετιού) της Ρούμελης. Ο τελευταίος διαιρέθηκε σε επαρχίες (Καζάδες), οι οποίες με τη σειρά τους χωρίζονταν σε κοινότητες.

Τον 17ο αιώνα η Πελοπόννησος αποτελεί ξεχωριστό εγιαλέτι, που δεν περιλαμβάνει το σαντζάκι του Μυστρά (Μυστράς, Κορώνη, Βαρδούνια) που από τον 16ο αι.  ανήκει στο εγιαλέτι των Νησιών του Αρχιπελάγους. 

Ο Β΄ ενετοτουρκικός πόλεμος οδήγησε στη σύναψη συνθήκης το 1503 με απώλειες για τους Βενετούς. Στην Πελοπόννησο χάνονται σημαντικοί εμπορικοί σταθμοί Μεθώνης, Κορώνης και Πύλου. Αργότερα, το 1532-1534 ο ισπανικός στόλος αποσπά από τους Οθωμανούς τα κάστρα της Κορώνης, της Πάτρας, της Πύλου, του Ρίου και του Αντιρίου. Το 1537-1540, επί Γ΄ ενετοτουρκικού πολέμου χάνεται από τους Βενετούς, όσον αφορά στην Πελοπόννησο, το Ναύπλιο και η Μονεμβασιά. Κατά τον ΣΤ΄ενετοτουρκικό πόλεμο, το 1684-1699, κατακτάται η Πελοπόννησος από τους Βενετούς υπό τον Morosini με τρεις διαδοχικές εκστρατείες, του 1685, 1686, 1687. Τυπικά ολόκληρη η Πελοπόννησος γίνεται βενετική το 1690 με την κατάληψη της Μονεμβασιάς.

Κατά την περίοδο της Β΄ Ενετοκρατίας (1685-1715), διατηρείται η διοικητική διαίρεση σε 24 περιοχές που ίσχυε κατά την Τουρκοκρατία. Οι περιοχές αυτές συμπτύσσονται σε τέσσερα γεωγραφικά διαμερίσματα ή διοικήσεις, τις επαρχίες (provinciae), οι οποίες με τη σειρά τους περιλαμβάνουν περιοχές, τα territorii (θέματα): 1) Provincia di Romania με πρωτεύουσα το Ναύπλιο (Ναύπλιο, Άργος, Κόρινθος, Τριπολιτσά, Άγ. Πέτρος Τσακωνιάς), 2) Provincia d’Accaia με πρωτεύουσα την  Πάτρα (Πάτρα, Βοστίτσα, Καλάβρυτα, Γαστούνη), 3) Provincia di Messenia με πρωτεύουσα το Νέο Ναυαρίνο (Νέο Ναυαρίνο, Μεθώνη, Κορώνη, Ανδρούσα, Καλαμάτα, Λεοντάρι, Καρύταινα, Φανάρι, Κυπαρισσία (Αρκαδιά) και 4) Provincia di Laconia με πρωτεύουσα τη Μονεμβασιά (Μονεμβασιά, Μυστράς, Χρύσαφα, Έλος, Άνω Μάνη, Κάτω Μάνη).

Ωστόσο, αυτή η τελευταία περίοδος της Ενετοκρατίας δεν διαρκεί πολύ. Το 1714-1715, κατά τον τελευταίο ενετοτουρκικό πόλεμο, η Πελοπόννησος ξαναπερνά στους Οθωμανούς, γεγονός που θα επικυρωθεί με τη συνθήκη του Πασάροβιτς το 1718. Λίγες δεκαετίες αργότερα, το 1770, σημειώνεται η εξέγερση των Ορλωφικών στην Πελοπόννησο, υποκινούμενη από τη Ρωσία, η οποία και σύντομα κατεστάλη. Το 1774 τελειώνει ο Ρωσοτουρκικός πόλεμου (1768-1774) με τη συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή, που ευνόησε την ορθόδοξη Εκκλησία και τους Έλληνες ως προς την ελεύθερη ναυσιπλοϊα των σκαφών τους υπό ρωσική σημαία. 

Στα χρόνια της Επανάστασης

Είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον Ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον να υψώσωμεν το σημείον, δι’ ου πάντοτε νικώμεν! λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωμεν την Πατρίδα, και την Ορθόδοξον ημών Πίστιν από την ασεβή των ασεβών Καταφρόνησιν.

 

Το 1814 ιδρύεται στην Οδησσό από τους Σκουφά, Τσακάλωφ και Ξάνθο η Φιλική Εταιρεία που στόχο έχει την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Οθωμανούς. Σημαντικές προσωπικότητες και από την Πελοπόννησο συμμετέχουν στο εγχείρημα.

Η επανάσταση ξεσπά την άνοιξη του 1821. Την ίδια χρονιά οι επαναστάτες κυριεύουν το διοικητικό κέντρο του Μοριά, την Τριπολιτσά. Στην Επίδαυρο πραγματοποιείται η Α΄ Εθνοσυνέλευση και η ψήφιση του πρώτου Συντάγματος ενώ η Κόρινθος ορίστηκε πρώτη πρωτεύουσα του νέου κράτους. Το 1823 πραγματοποιείται η Β’ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος και η ψήφιση νέου Συντάγματος.

Η επανάσταση κινδυνεύει να σβήσει στα χρόνια των λεηλασιών του Ιμπραήμ (1825-1827) αλλά τον Οκτώβριο του 1827 ο ενωμένος στόλος Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας κατατροπώνουν τον τουρκο-αιγυπτιακό στόλο στο Ναυαρίνο και η ελληνική επανάσταση διασώζεται. Το 1830 επικυρώνεται  στη διάσκεψη του Λονδίνου η πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας που είχε ήδη αποφασιστεί με τη συνθήκη του Λονδίνου το 1827.

Αυτήν την περίοδο τα κάστρα της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας αποτελούν το θέατρο αιματηρών πολεμικών επιχειρήσεων, που για τα περισσότερα από αυτά θα είναι και οι τελευταίες. 

Με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης