Η προέλευση της λέξης «Άκοβα» είναι αμφισβητούμενη. Ενδέχεται να είναι σλαβικής προέλευσης λόγω της κατάληξής της, ενώ έχει προταθεί η προέλευση από το aqua, λόγω των πολυάριθμων πηγών που υπάρχουν στην περιοχή. Στις μη ελληνικές πηγές το κάστρο αναφέρεται ως Mategriffon ή Matagrifon, που ενίοτε ερμηνεύεται ως «Ελληνοφόνιον»): απηχεί κατ’ αυτόν τον τρόπο το σκοπό που είχε κληθεί να εξυπηρετήσει, δηλαδή τον έλεγχο και την εξουδετέρωση των Βυζαντινών της περιοχής κυρίως από τον ύστερο 13ο αιώνα και εξής. Το κάστρο της Άκοβας ήταν η έδρα μίας από τις μεγαλύτερες, μαζί με εκείνη της Καρύταινας, βαρονίες του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, στις οποίες διαιρέθηκε η επικράτειά του μετά την ολοκλήρωση της φραγκικής κατάκτησης της Πελοποννήσου και οι οποίες διαμοιράστηκαν σε ευγενείς. Κτίστηκε, σύμφωνα με το Χρονικόν του Μορέως, μέσα στον 13ο αι. από τον βουργουνδό ευγενή Gautier de Rosières, στον οποίο παραχωρήθηκε ως τιμάριο η ομώνυμη βαρονία, που περιελάμβανε συνολικά 24 φέουδα. Τον ιδρυτή του κάστρου και βαρόνο της Άκοβας Gautier de Rosières φαίνεται ότι διαδέχτηκε ο συνονόματος γιος του, ο οποίος, πεθαίνοντας άκληρος το 1273 ή το 1274, κληροδότησε τη βαρονία στην ανιψιά του Μαργαρίτα de Neuilly, κόρη της αδελφής του και του Ιωάννη de Neuilly, βαρόνου του Πασαβά. Ωστόσο, επειδή η Μαργαρίτα καθυστέρησε να διεκδικήσει την κληρονομιά της καθώς είχε σταλεί ως όμηρος στην Κωνσταντινούπολη για την απελευθέρωση του πρίγκιπα Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου, δεν κατόρθωσε να την πάρει τελικά, εξαιτίας του πρίγκιπα που της την υπεξαίρεσε. Με σκοπό να την επαναδιεκδικήσει παντρεύτηκε τον Ιωάννη de Saint-Omer, μικρότερο αδελφό του Νικολάου Β΄ de Saint-Omer και κύριο της μισής Θήβας, και μετά από σχετικό διακανονισμό που περιγράφεται λεπτομερώς στα χρονικά της εποχής και ο οποίος έλαβε χώρα πιθανώς το 1276 κατάφερε να της δοθεί το ένα τρίτο της βαρονίας, δηλαδή οκτώ φέουδα. Ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος παραχώρησε τα άλλα δύο τρίτα της βαρονίας και μαζί το κάστρο της Άκοβας ως προίκα στη δευτερότοκη κόρη του που λεγόταν επίσης Μαργαρίτα. Η «Κυρά της Άκοβας» με την οποία συνδέει η παράδοση το κάστρο κατέληξε να αναφέρεται πιθανότατα στη Μαργαρίτα Βιλλεαρδουίνη, της οποίας οι διαρκείς αγώνες για να διατηρήσει τα δικαιώματά της επί της βαρονίας την έκαναν να περάσει στη λαϊκή φαντασία ως αμαζόνα. Για το λόγο αυτό, δηλαδή για τον παραλληλισμό της Μαργαρίτας Βιλλεαρδουίνης με αμαζόνα, το κάστρο της Άκοβας έχει μείνει γνωστό και ως «το κάστρο της Μονοβύζας». Γνωρίζουμε ότι το 1320, λίγο μετά το θάνατο της Μαργαρίτας Βιλλεαρδουίνης, οι βυζαντινοί εξαγόρασαν την κατοχή των κάστρων της Καρύταινας και της Άκοβας. Οι βυζαντινοί θα διατηρήσουν το κάστρο της Άκοβας έως τις 28 Φεβρουαρίου 1395, οπότε θα το καταλάβει ο Εβρενός μπέης, με στρατό Τούρκων και Ναβαρραίων. Το κάστρο της Άκοβας («Acoua») αναφέρεται μαζί με τον Άκοβο («Acouo») σε ενετικό κατάλογο του 1450 που περιλαμβάνει τα σημαντικότερα μέρη της Πελοποννήσου. Σύμφωνα με τις βυζαντινές πηγές, η τελική πτώση και καταστροφή του κάστρου σημειώνεται από τον Μωάμεθ Β΄ το έτος 1458. Το επόμενο έτος ο Δημήτριος Παλαιολόγος επιχείρησε να ανακαταλάβει την Άκοβα, αλλά λίγο αργότερα, στον ενετικό κατάλογο οχυρών του 1467 το κάστρο της Άκοβας περιλαμβάνεται σε εκείνα που κατέχονται πλέον από τους Τούρκους. Σε τουρκικά κατάστιχα του 16ου αιώνα αναφέρεται η ονομασία Akova σε σχέση με μουσουλμανικές και μη οικογένειες και με τα έσοδα των φόρων που αυτές αποδίδουν. Από το 1611 γνωρίζουμε ότι η περιοχή της ήταν πατριαρχική εξαρχία. Κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, η περιοχή της είναι από τις λιγότερο επισκέψιμες και γνωστές στην Πελοπόννησο. Τον 18ο αιώνα μαρτυρείται ως επίτιμη έδρα επισκόπου ο οποίος όμως διαμένει στα Λαγκάδια. Επί τουρκοκρατίας και στα χρόνια της Επανάστασης του ’21 η Άκοβα ανήκε στο τέταρτο τμήμα του βιλαετιού της Καρύταινας, που περιελάμβανε κυρίως την περιοχή ανατολικά του ποταμού Λάδωνα και το οποίο ονομαζόταν «Άκοβα και Πέρα Μεριά». Φαίνεται ότι το κάστρο, έως την περίοδο της Β΄ ενετοκρατίας είχε πλέον εγκαταλειφθεί, διότι τότε μαρτυρείται από τον Μελέτιο, μητροπολίτη Αθηνών (1661-1714) και έξαρχο του Πατριαρχείου στην Πελοπόννησο κατά τα έτη 1701-1703 ως «έρημον». Θα μπορούσε λοιπόν να υποτεθεί ότι οι γειτονικοί οικισμοί, όπως μαρτυρείται για το Βυζίκι τουλάχιστον από το τέλος του 17ου αιώνα, είχαν μεγαλύτερη σημασία σαν οικισμοί από ότι το κάστρο της Άκοβας, αλλά η όλη περιοχή, λόγω της σημασίας της κατά το μεσαίωνα, διατήρησε την ονομασία «Άκοβα» ή «Άκοβες». Το Βυζίκι και ο Γαλατάς αναφέρονται στις απογραφές των Ενετών κατά τη Β΄ Ενετοκρατία και στην απογραφή του Pouqueville των αρχών του 19ου αιώνα.
Χρονολόγηση: 13ος αι.