Βουνά μου, μη χιονίσετε, Κάμποι μη πρασινίστε,
και σεις, καημένα Τρίκορφα, το Μάη μην ανθίστε·
να κλαίτε για την Κλεφτουργιά, το Γιώργη Αλωνιστιώτη
και τον παπά-Τσιωνόπουλο και τον Σεντουκουμένη.
Οι μπράβοι πάνε κ' έρχονται με τ' άτια τους καβάλα,
κ' η Γιώργαινα τ΄ αγνάντευε από το παρεθύρι:
-Μπράβοι μου, που 'ν αφέντης σας, βρε που' ναι ο κυρ-Γιώργης;
-Στα Τρίκορφα εμείνανε με τ' άλλα παλληκάρια.
-Το άλογο τί τό 'στειλε, για να ρθη περπατώντας;
Τ' αφεντικό σκοτώθηκε στα Τρίκορφα, στη ράχη.
Ψιλή φωνίτσαν έβαλε όση κι αν εδυνάστη:
-Που είσαι Γιώργο, αδερφέ, και συ Τουρκοβασίκη;
Βασίλης σαν τ' αγροίκησε, στα γόνατα σηκώθη
και στο σπαθί ακούμπησε, στα Τρίκορφα να παη
σκοτώσαν την λεβεντουργιά, τους δυό καπεταναίους,
σκοτώθη ο Ταμπακόπουλος και Σεντουκομίνης,
κλαίνε μαννάδες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες,
κλαίει η κυρά-Κατερινιώ κ' οι δυό της συννυφάδες.