Ο βράχος οχυρώθηκε για πρώτη φορά κατά την αρχαϊκή εποχή (7ο – 6ο π.Χ. αι.). Τα τείχη του Ακροκορίνθου ενώνονταν με τον περίβολο που προστάτευε την κάτω πόλη, συνθέτοντας ένα ισχυρό αμυντικό σύστημα, στο οποίο αργότερα προστέθηκαν τα Μακρά Τείχη με σκοπό την προστασία της επικοινωνίας με το λιμάνι του Λεχαίου. Η οχύρωση του Ακροκορίνθου επισκευάστηκε κατά τον 4ο αι. π.Χ. ή στο α΄μισό 3ου αι. π.Χ., υπέστη όμως εκτεταμένες καταστροφές κατά την ισοπέδωση της Κορίνθου από τον Ρωμαίο στρατηγό Λεύκιο Μόμμιο το 146 π.Χ. Πιθανή επανοχύρωση τμημάτων σημειώθηκε κατά τον 5ο ή τον 6ο αι., εποχή που τα τείχη του λόφου ήταν πλέον ανεξάρτητα από την σύγχρονη πρωτοβυζαντινή οχύρωση της πόλης της Κορίνθου.
Κατά τους μεταβατικούς χρόνους (7ος αι.– 843), ο Ακροκόρινθος έπαιζε ενεργό ρόλο στην πόλη της Κορίνθου, η οποία ήταν πλέον πρωτεύουσα του θέματος Ελλάδος (687-694) και λίγο αργότερα του θέματος Πελοποννήσου (786-788). Ωστόσο, το κάστρο απέκτησε προέχουσα σημασία κατά τους αιώνες που ακολούθησαν, εποχή που η πόλη εξελίχθηκε σε μεγάλο εμπορικό και διοικητικό κέντρο. Μάλιστα, σε μεσοβυζαντινές πηγές η πόλη της Κορίνθου αναφέρεται ως ¨εμπόριον¨ ή ¨χώρα¨ για να διακριθεί από την πόλη που είχε αναπτυχθεί στον Ακροκόρινθο, το λεγόμενο ¨κάστρον¨.
Μια κρίσιμη πέριοδος ξεκίνησε για την πόλη της Κορίνθου με την κατάληψή της από τον άρχοντα του Ναυπλίου Λέοντα Σγουρό το 1204 και την σθεναρή αντίσταση του έναντι του σταυροφορικού στρατού του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, ο οποίος κατέλαβε το κάστρο το 1210. Μετά την ενσωμάτωση της Κορίνθου στο Πριγκιπάτο της Αχαϊας, η Κόρινθος αποτέλεσε σημαντικό οικονομικό και στρατηγικό κέντρο, καθώς και την έδρα του λατίνου επισκόπου. Η κατοίκηση στο κάστρο ήταν εντατική την εποχή αυτή, όπως φανερώνουν τμήματα εισηγμένης κεραμικής και δυτικά νομίσματα του 13ου και 14ου αι. Σταδιακά, από τον 14ο αι. η μεγάλη ακμή της πόλης άρχισε να μειώνεται, κυρίως λόγω της αστάθειας που προκαλούσαν οι συγκρούσεις μεταξύ των Βυζαντινών του Μυστρά και των Φράγκων, οι επιδρομές των Καταλανών και των Τούρκων, αλλά και φυσικές καταστροφές όπως ο σεισμός του 1320 και η επιδημία πανώλης το 1348. Το 1358, η πόλη περιήλθε στους φλωρεντινούς εμπόρους Acciaiuoli, το 1395 στον δεσπότη του Μυστρά Θεόδωρο Παλαιολόγο, για να ακολουθήσουν οι Ιωαννίτες Ιππότες το διάστημα μεταξύ 1400-1404, οπότε και επέστρεψε στον Θεόδωρο Παλαιολόγο μέχρι την κατάληψή της από τους Τούρκους το 1458.
Ο Ακροκόρινθος συνέχισε να έχει στρατηγική σημασία για τους νέους κατακτητές, αλλά και να κατοικείται εκτενώς. Μάλιστα, ο χώρος μεταξύ του ενδιάμεσου και του εσωτερικού περιβόλου προοριζόταν για κατοίκηση χριστιανικών πληθυσμών, σε αντίθεση με τον χώρο εντός του εσωτερικού περιβόλου όπου κατοικούσαν Οθωμανοί. Το κάστρο παρέμεινε αμυντικά ενεργό κατά την περίοδο της α΄ τουρκοκρατίας (1458-1687) και της β΄τουρκοκρατίας (1715-1827), όσο και κατά την ενετική κυριαρχία (1687-1715), με την πραγματοποίηση επισκευών και την ενσωμάτωση νέων στοιχείων σχετικών με την χρήση των πυροβόλων όπλων.
Χρονολόγηση: πρωτοβυζαντινή περίοδος (4ος -7ος αι.), μεταβατικοί χρόνοι (7ος – 9οςαι.), μεσοβυζαντινή περίοδος (9ος – αρχ. 13ου αι.), σταυροφορική / υστεροβυζαντινή περίοδος (13ος – 15ος αι.), οθωμανική / ενετική περίοδος (15ος – 19ος αι.)