Επιστροφή

Λάρισα Άργους

Λάρισα Άργους

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ: Αργολίδα

Λάρισα Άργους

  • Θέση

    Το κάστρο του Άργους, γνωστό με το όνομα Λάρισα από την αρχαιότητα, βρίσκεται στην κορυφή του ομώνυμου λόφου, δυτικά της σύγχρονης πόλης του Άργους, με υψόμετρο κορυφής 287,16 μ. Ελέγχει τον αργολικό κάμπο και εποπτεύει τον αργολικό κόλπο.

  • Ιστορικά στοιχεία

    Η ιστορία των οχυρώσεων στο λόφο της Λάρισας ξεκινά από τους προϊστορικούς χρόνους και φτάνει έως και την περίοδο της ελληνικής επανάστασης του 1821. Ο λόφος αποτελούσε ανέκαθεν οχυρό παρατηρητήριο και ύστατη γραμμή άμυνας της πόλης.

    Κατά την αρχαιότητα η Λάρισα αποτελούσε τμήμα των οχυρώσεων του Άργους. Τα αστικά τείχη της αρχαιοελληνικής πόλης επεκτείνονταν περιλαμβάνοντας τον λόφο της Δειράδος και την Λάρισα, στην κορυφή της οποίας διαμορφωνόταν η ακρόπολη του Άργους.

    Στην πρωτοβυζαντινή περίοδο, τον 5ο - 6ο αιώνα, έγιναν επισκευές στα αρχαία τείχη διαμορφώνοντας το μεσαιωνικό Άργος σε δύο κέντρα: την κάτω πόλη και την Λάρισα, όπου θα ήταν και η έδρα της στρατιωτικής αρχής. Από την προχριστιανική οχύρωση της αρχαίας Λάρισας σώζονται ορισμένα τμήματα μόνο σήμερα, ενσωματωμένα στα μεταγενέστερα τείχη (βλ. τρισδιάστατα μοντέλα).

    Στα μεσαιωνικά χρόνια πρώτη φορά το κάστρο αναφέρεται με αφορμή την κατάληψή του το 1203 από το βυζαντινό ηγεμόνα της περιοχής Λέοντα Σγουρό. Μετά το θάνατό του το 1209 διοικείται από τον αδελφό του δεσπότη της Ηπείρου, Θεόδωρο Άγγελο, ο οποίος όμως το εγκαταλείπει την επόμενη χρονιά στα χέρια του Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου. Ο τελευταίος το παραδίδει το 1212 στους de la Roche, δούκες της Αθήνας, ενώ το 1309 το κάστρο περνά στον οίκο των de Brienne και των d’Enghien. Το 1388 η Μαρία d’Enghien πουλάει το Άργος και το Ναύπλιο στους Βενετούς. Πριν όμως οι τελευταίοι προλάβουν να εγκατασταθούν, ο Nerio Acciajuoli δούκας της Αθήνας και ο δεσπότης του Μορέως Θεόδωρος Α΄ καταλαμβάνουν για λίγα χρόνια το Άργος. Το 1394, εποχή κατά την οποία το Άργος ανθούσε οικονομικά, η πόλη περνά στους Βενετούς οι οποίοι αρχίζουν αμέσως εργασίες στις οχυρώσεις. Το 1397, η κάτω πόλη του Άργους, που διέθετε δικό της τείχος, καταλαμβάνεται αστραπιαία από τους Οθωμανούς, κατά την επιδρομή του Γιακούμπ μπέη. Αν και η Λάρισα είναι ισχυρή, θεωρείται απόρθητη και στο εξοπλισμό της διαθέτει ακόμη και πυροβόλα όπλα, παραδίδεται τάχιστα από τους Βενετούς αξιωματούχους στους Οθωμανούς. Ακολουθεί καταστροφή και ερήμωση, καθώς μάλιστα τα οθωμανικά στρατεύματα παίρνουν μαζί τους κατά την αποχώρησή τους χιλιάδες κατοίκων της πόλης με σκοπό την πληθυσμιακή ενίσχυση περιοχών στην Μικρά Ασία. Οι Βενετοί επιστρέφουν και επανοικίζουν την περιοχή και φροντίζουν για την ενίσχυση των οχυρώσεων του κάστρου. Ωστόσο, καταργείται η έδρα του διοικητή στο Άργος, και την διοίκηση αναλαμβάνουν απλοί καστελλάνοι, καθώς ο διοικητής της ευρύτερης περιοχής εδρεύει πλέον μόνο στο Ναύπλιο. Από το 1442 ξεχωριστοί διοικητές διορίζονται και πάλι στο κάστρο του Άργους, δείγμα μάλλον και της ανησυχίας για την ολοένα αυξανόμενη τουρκική απειλή. Η πόλη, ωστόσο, παραδίδεται αμαχητί στους Οθωμανούς, μετά από προδοσία, το 1462, αλλά ανακαταλαμβάνεται σε μικρό χρονικό διάστημα από τους Ενετούς.

    Το 1463, οι Οθωμανοί επανακάμπτουν στην περιοχή και οι Ενετοί υποχωρούν από τις θέσεις τους στην Κορινθία και την Αργολίδα και οχυρώνονται στο Ναύπλιο. Οι Αργείοι, έχοντας κατανοήσει ότι δεν υπάρχει ελπίδα έξωθεν ενισχύσεων, παραδίδουν την πόλη θεωρώντας αδύναμα τα τείχη για να αντέξουν την οποιαδήποτε πολιορκία. Αν και η πόλη καταστρέφεται και οι Αργείοι μεταφέρονται –και πάλι- μαζικά ως έποικοι, στην Κωνσταντινούπολη αυτή τη φορά, φαίνεται ότι το Άργος σταδιακά ανακάμπτει και υπάρχει και οχυρωματική δραστηριότητα. Μαρτυρείται, ήδη από το 1467, η ανέγερση πύργου και τοποθέτηση φρουράς, προφανώς στο κάστρο, καθώς η κτήση μπορεί να θεωρείτο ακόμη επισφαλής, δεδομένου ότι οι Βενετοί δεν αποδέχθηκαν τις οθωμανικές κτήσεις στην Πελοπόννησο παρά μόνο το 1479. Δυο αιώνες μετά, το 1668, ο Τούρκος περιηγητής Evliya Celebi επισκέπτεται το Άργος και αναφέρει το κάστρο ως κτίσμα των Βενετών, περιγράφει τον ψηλό πύργο του, κάνει λόγο για ένα τζαμί του Πορθητή, για 150 εγκαταλειμμένα σπίτια στην ακρόπολη λόγω επιδημίας πανώλης και για 80 σπίτια Οθωμανών και Ελλήνων, στην περίμετρο του κάστρου. Επίσης, η εικόνα της πόλης εμφανίζεται ειδυλλιακή, με εξαιρετικό κλίμα, πολυάριθμα διάσπαρτα σπίτια και κήπους, αμπέλια, πηγάδια, τζαμιά, λουτρά, σχολεία, καταστήματα και χάνι.

    Λίγο αργότερα, το 1686, η πόλη ανακαταλαμβάνεται από τους Ενετούς του Morosini. Το Άργος πρέπει να υπέστη σημαντικές καταστροφές κατά τις πολεμικές συγκρούσεις και την αποχώρηση των Τούρκων. Ο οικισμός στους περιβόλους του φρουρίου καταγράφεται ως κατεστραμμένος. Σπίτια, καταστήματα και γαίες παραχωρούνται από τη βενετική διοίκηση σε εποίκους ή ενοικιάζονται από ντόπιους ενδιαφερόμενους. Περί το 1700 μια έκρηξη καταστρέφει τον κεντρικό κυλινδρικό πύργο του κάστρου που χρησιμοποιείτο ως πυριτιδαποθήκη και στη θέση του κτίζεται αργότερα ο σωζόμενος και σήμερα προμαχώνας. Λίγο πριν από την εισβολή των οθωμανικών στρατευμάτων στον Μοριά το 1715 οι Βενετοί ισοπεδώνουν τμήμα της οχύρωσης του Άργους, ώστε να είναι άχρηστη στους προελαύνοντες Τούρκους, και αποσύρονται στο ισχυρό Ναύπλιο με το νεότευκτο Παλαμήδι. Η δεύτερη οθωμανική περίοδος διαρκεί ως το 1821, χρονολογία έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης για την ανεξαρτησία. Η Λάρισα γίνεται για τελευταία φορά στην ιστορία της σκηνικό μαχών. Στις αρχές του 20ου αιώνα ξεκινούν οι ανασκαφές του W. Vollgraff, που αποκαλύπτουν κυρίως το εσωτερικό του εξαλείφοντας όμως έτσι πολλά κατάλοιπα των μεσαιωνικών χρόνων.

    Χρονολόγηση: Οι περισσότερο ορατές φάσεις του κάστρου ανήκουν στη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο, στην Ενετοκρατία και στην Τουρκοκρατία.

  • Περιγραφή

    Στα τείχη του κάστρου Λάρισα διακρίνονται φάσεις από τη μυκηναϊκή ως την ύστερη οθωμανική περίοδο. Η χάραξη τμημάτων των περιβόλων άλλαξε πολλές φορές ανάλογα με τις ανάγκες και τις εκάστοτε ιστορικές συγκυρίες. Το αρχαίο υλικό αξιοποιείται είτε εν θέσει είτε με επανατοποθέτηση σε ορισμένα σημεία. Οι πύργοι, τετραγωνικής κάτοψης κατά τη βυζαντινή περίοδο, σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν αλλάξει μορφή ύστερα από μετατροπές κατά την φραγκική, την βενετική και την οθωμανική περίοδο.

    Σήμερα διακρίνονται δύο περίβολοι, ένας εσωτερικός και ένας ευρύτερος εξωτερικός. Ο εσωτερικός περίβολος, η ακρόπολη του κάστρου, περίπου εξαγωνική, καταλαμβάνει την κορυφή του λόφου. Ο εξωτερικός περίβολος, πολύ ευρύς στη βυζαντινή περίοδο συμπεριλάμβανε την ακρόπολη και πολύ ελεύθερο χώρο στη νότια πλευρά.

    Ξεκινώντας από την ακρόπολη και τα κτίσματα της βυζαντινής περιόδου, στην νότια πλευρά της, στη θέση του προμαχώνα, πρόσφατα εντοπίστηκαν τα ίχνη ενός παλαιού, μεγάλου τετράπλευρου πύργου, ο οποίος θα δέσποζε δίπλα στην κεντρική της πύλη, φραγμένη σήμερα. Μια δεύτερη πυλίδα υπήρχε στα νότια του δυτικού τείχους. Στο βόρειο άκρο της ακρόπολης διατηρούνται τα θεμέλια μιας μεγάλης εκκλησίας, μάλλον τρίκλιτης βασιλικής που χρονολογείται μεταξύ 6ου και 10ου αι. Επάνω στα κατάλοιπά της, ιδρύθηκε μικρότερος μονόχωρος ναός που και αυτός σώζεται ερειπωμένος. Σύμφωνα με κτητορική επιγραφή ταυτίζεται με εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία, δωρεά του επισκόπου Νικήτα και έτος κτήσεως 1174. Επίσης, στο εσωτερικό της ακρόπολης υπάρχουν δύο κινστέρνες.

    Ο μεγάλος, ελλειψοειδής εξωτερικός περίβολος ακολουθεί την αρχαία χάραξη στην δυτική και νότια πλευρά. Κατά διαστήματα ενισχύεται από τρίπλευρους και τετράπλευρους πύργους. Στο νότιο τμήμα της δυτικής πλευράς, αποκαλύφθηκε τελευταία και η κεντρική πύλη του βυζαντινού κάστρου που εσωτερικά θα διέθετε θολωτό διαβατικό, ενώ εξωτερικά βρέθηκε ο λιθόστρωτος δρόμος που οδηγούσε σε αυτήν. Από το κτίσματα του εξωτερικού περιβόλου αξιοσημείωτες είναι οι μεγάλες θολωτές κινστέρνες. Το μέγεθος τους μαρτυρά για την χρήση του χώρου και από αστικό πληθυσμό και όχι μόνο από την στρατιωτική φρουρά και τις αρχές.

    Στα τείχη, οι βυζαντινές φάσεις διατηρούνται στα χαμηλότερα τμήματα ή στα κενά μεταξύ των αρχαίων φάσεων. Σε ορισμένα σημεία εντοπίζονται ως κοινή αργολιθοδομή με ελάχιστες πλίνθους στους αρμούς, αλλού είναι ορατές σε δόμους από αδρολαξευμένους ντόπιους ασβεστόλιθους, όπου στους οριζόντιους αρμούς παρεμβάλλονται τεμάχια πλίνθων.

    Κατά την Φραγκοκρατία (1209-1389) και επί δεσποτάτου του Μυστρά (1389-1394) γίνονται επισκευές στα τείχη της ακρόπολης (π.χ. στο βόρειο τείχος) χωρίς όμως αλλαγές στην διάταξή τους. Σε αυτή την περίοδο χρονολογείται ένα μεγάλο και επίμηκες κτήριο στην ανατολική πλευρά της ακρόπολης, το οποίο ήταν διώροφο. Βόρεια συνδεόταν με ένα επίσης διώροφο κτήριο με πυργοειδή μορφή το οποίο υψωνόταν δίπλα από την βυζαντινή εκκλησία. Το μεγάλο αυτό οικοδόμημα ήταν ένα δημόσια κτήριο, ίσως το κτήριο του φράγκου καστελλάνου. Η μεγάλη ανατολική κινστέρνα του εξωτερικού περιβόλου ενδεχομένως χρονολογείται την ίδια περίοδο.

    Η Α΄ περίοδος της Ενετοκρατίας (1394-1463) συμπίπτει με μια κοσμογονική αλλαγή στην πολεμική τεχνολογία, την χρήση των πυροβόλων όπλων που προκαλεί ριζική μεταβολή στις απανταχού χρησιμοποιούμενες οχυρώσεις. Στη Λάρισα ο ευρύς εξωτερικός περίβολος κόβεται στα δύο, με το κτίσιμο ενός διατειχίσματος σε δύο τμήματα που συνδέει την ακρόπολη με το ανατολικό και δυτικό εξωτερικό τείχος. Παράλληλα, το νότιο ευάλωτο τμήμα του εξωτερικού τείχους αρχίζει σιγά-σιγά να εγκαταλείπεται. Το δυτικό τμήμα του διατειχίσματος ενισχύεται με ένα τετράπλευρο και ένα αμυγδαλόσχημο πύργο στα δύο άκρα του αντίστοιχα. Το ανατολικό τμήμα του ισχυροποιείται με ένα τετράπλευρο, ένα τρίπλευρο και έναν κυλινδρικό πύργο. Στους νέους αυτούς πύργους εμφανίζονται για πρώτη φορά στο Άργος μικρές κανονιοθυρίδες. Η πύλη για το βόρειο τμήμα του περιβόλου ανοίγεται στο άκρο του διατειχίσματος, πλησίον της ακρόπολης.

    Ταυτόχρονα ανακαινίζονται και οι οχυρώσεις της ακρόπολης. Στο εσωτερικό της ισοπεδώνονται τα κατεστραμμένα κτήρια από την τουρκική εισβολή του 1397 και ανεβαίνει η στάθμη του εδάφους (η οποία δεν υπάρχει σήμερα λόγω των ανασκαφών του 20ου αι. μέχρι τον φυσικό βράχο). Πάνω στην νέα, ψηλότερη στάθμη ανυψώνεται και το τείχος περιμετρικά και ενισχύεται με νέους τρίπλευρους και κυλινδρικούς πύργους. Στους πύργους δημιουργούνται χώροι για μικρά πυροβόλα. Μετά το μπάζωμα της ακρόπολης, η βυζαντινή πύλη σφραγίζεται και μια καινούργια δημιουργείται στην νέα υπερύψωση, δυτικότερα της παλιάς.

    Τέλος, έξω από το βυζαντινό εξωτερικό βόρειο τείχος, κατασκευάζεται το συγκρότημα των δίδυμων πύργων που διαθέτουν επίσης χώρους για τοποθέτηση πυροβόλων όπλων.

    Κατά την Οθωμανική (Α΄: 1463-1685 και Β΄: 1715-1821) και την Β΄ Ενετική (Β΄: 1686-1715) περίοδο η άμυνα της Λάρισας ενισχύεται. Οι Οθωμανοί το 1467 ανεγείρουν μεγάλο κυλινδρικό πύργο, καθώς η αντιπαράθεση με τους Ενετούς είναι συνεχής και το ενετικό Ναύπλιο βρίσκεται σε ελάχιστη απόσταση. Ο πύργος αυτός δέσποζε στο κάστρο, όπως τεκμηριώνεται από τα χαρακτικά που τον απαθανατίζουν αλλά και από τα υφιστάμενα λείψανά του. Από τον τούρκο περιηγητή Evliya Çelebi πληροφορούμαστε ότι ο πύργος διέθετε οκτώ πατώματα, λίθινο τρούλο με μολύβδινη επικάλυψη και ότι είχε ιδιαίτερα μεγάλο ύψος, που μπορούσε να συγκριθεί μόνο με αυτό του πύργου του Γαλατά. Δυτικότερα του κεντρικού κυλινδρικού πύργου διαμορφώνεται λίγο αργότερα νέος χαμηλός κυκλικός πύργος-προμαχώνας, στη θέση παλαιότερου πύργου.

    Επίσης, κατασκευάζεται ένα νέο τείχος, στη μορφή προτειχίσματος με διαβατικό από τον κυλινδρικό πύργο μέχρι τον δυτικό πύργο του ανατολικού διατειχίσματος. Με την κατασκευή αυτή δημιουργείται ένας κλειστός προθάλαμος για την είσοδο στο κάστρο που προστατεύει τις δύο πύλες του κάστρου, εκείνη της ακρόπολης και του βόρειου εξωτερικού περιβόλου. Στο προτείχισμα αυτό δημιουργείται η νέα εξωτερική πύλη του κάστρου σε επαφή με τον κυλινδρικό πύργο του ανατολικού διατειχίσματος. Η πύλη έχει την μορφή θολωτού διαβατικού με λιθόστρωτο και πάγκους εκατέρωθεν. Ασφάλιζε με δύο θύρες: η μία στο εξωτερικό και η δεύτερη στο εσωτερικό άκρο του διαβατικού. Λίγο αργότερα, έξω από την πύλη κατασκευάστηκε για την αμυντική θωράκιση και μια δεύτερη πύλη. Το κενό ανάμεσα στις δύο πύλες ήταν ακάλυπτο, ώστε να μπορεί να χρησιμεύσει ως φονιάς, με βολές από το δώμα του πύργου και του διαβατικού.

    Από τις λοιπές κατασκευές αυτής της περιόδου, στο εσωτερικό του κάστρου μαρτυρείται η ύπαρξη μουσουλμανικού τεμένους.

    Τα τείχη του παλαιού εξωτερικού περιβόλου στη νότια πλευρά είναι πλέον ερειπωμένα και άχρηστα.

    Το κάστρο στην μορφή αυτή παρέμεινε μέχρι το 1700, όταν μια έκρηξη καταστρέφει τον μεγάλο κεντρικό κυλινδρικό πύργο του κάστρου που χρησιμοποιείτο ως πυριτιδαποθήκη. Στη θέση του κτίζεται λίγο αργότερα ο σωζόμενος προμαχώνας. Πιθανόν τότε, ο περίβολος της νότιας αυλής επενδύθηκε για να ενισχυθεί αλλά και να προσαρμοστεί στην γεωμετρία του προμαχώνα. Σε αυτή την μορφή έφτασε το κάστρο μέχρι σήμερα.

  • Προτεινόμενη Περιήγηση

    Ακολουθείστε την τρισδιάστατη περιήγηση της σελίδας και περιηγηθείτε στις διαφορετικές ιστορικές φάσεις του κάστρου.  

  • Το μνημείο σήμερα

    Το κάστρο Λάρισα είναι κηρυγμένο ως προέχον βυζαντινό μνημείο (Β.Δ. 25-2-1922, ΦΕΚ 28/Α/26-2-1922) και προστατεύεται αυτοδίκαια από τον σε ισχύ αρχαιολογικό νόμο (Ν. 3028/2002). Παλαιότερα και κατά διαστήματα πραγματοποιούνταν στερεωτικές εργασίες από τις Υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, αλλά ήταν αποσπασματικές και αποσκοπούσαν κυρίως στην αποφυγή ολοκληρωτικών καταρρεύσεων. Μεταξύ 2010 και 2015, με χρηματοδότηση ΕΣΠΑ, πραγματοποιήθηκε το έργο: "ΑΝΑΔΕΙΞΗ – ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΠΡΟΣΒΑΣΕΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΛΑΡΙΣΑ, ΔΗΜΟΥ ΑΡΓΟΥΣ, Ν. ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ" προϋπολογισμού 400.000 €. Αντιμετωπίστηκαν πολυάριθμα ζητήματα του κάστρου και πραγματοποιήθηκαν εργασίες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό του. Μεταξύ άλλων, διαμορφώθηκαν μονοπάτια, με την αποκατάσταση των φυσικών σταθμών του εδάφους, όπως ήταν πριν τις πρώτες ανασκαφές ενώ στερεώθηκαν επικίνδυνα για τους επισκέπτες σημεία. Επιπλέον αποκαλύφθηκαν πολλά τμήματά του τα οποία βρίσκονταν κρυμμένα σε επιχώσεις δεκάδων μέτρων. Το κάστρο, σημαντικό και αναπόσπαστο κομμάτι της μακραίωνης ιστορίας μιας από τις αρχαιότερες πόλεις της Ελλάδας, αλλά και τμήμα ενός δικτύου εξαιρετικών και σπουδαιότατων μνημείων, πολύ υψηλής επισκεψιμότητας (Μυκήνες, Τίρυνθα, Παλαμήδι κοκ), εντάσσεται ως ένας αρχαιολογικός χώρος αντάξιος της ιστορίας και της θέσης του στο δίκτυο αυτό.

  • Βιβλιογραφία

    Δ. Αθανασούλης, «Το κάστρο Λάρισα», Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου Οχυρωματική Αρχιτεκτονική στην Πελοπόννησο. 5ος – 15ος αι., Λουτράκι 2011, υπό έκδοση.

    K. Andrews, Castles of the Morea, New Jersey 2006, 106-115.

    A. Bon, La Morée Franque, Paris 1969, 491-492, 674-676, pl.134-139.

    Α. Πορτελάνος, Ι. Ρουβέλας, Μελέτη Αρχιτεκτονικής Τεκμηρίωσης Κάστρου Λάρισας Άργους, Άργος 2000.

    Γ. Τσεκές, «Κάστρο Λάρισα», Ενετοί και Ιωαννίτες Ιππότες, Δίκτυα Οχυρωματικής Αρχιτεκτονικής, Αθήνα 2001, 104-106.

    Ν. Φωτόπουλος, «Ο κεντρικός πύργος του Άργους. Νέα στοιχεία για τη μορφή και την ιστορία του», Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου Οχυρωματική Αρχιτεκτονική στην Πελοπόννησο. 5ος – 15ος αι. Λουτράκι 2011, υπό έκδοση.

Χάρτης

map

Γενικές Πληροφορίες

Τυπος Οχυρωμένος Οικισμός
Χρονολόγηση Οι περισσότερο ορατές φάσεις του κάστρου ανήκουν στη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο, στην Ενετοκρατία και στην Τουρκοκρατία.
Συντεταγμένες Γεωγραφικό πλάτος: 37.638031 Β, Γεωγραφικό μήκος: 22.715399 Α
Π.Ε. Αργολίδος
Δημος Άργους - Μυκηνών

Πρόσβαση στο Κάστρο

  • Ο επισκέπτης μπορεί εύκολα να προσεγγίσει το κάστρο από ασφαλτοστρωμένο δρόμο από την πόλη του Άργους. Το κάστρο είναι ανοικτό μόνο πρωινές ώρες. 

    Το εσωτερικό του κάστρου παραμένει κλειστό για τους επισκέπτες. Για να ενημερωθείτε για έκτακτες ημερομηνίες που ανοίγει τις πύλες του θα πρέπει να επικοινωνήσετε με την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας με έδρα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου (τηλ. 2752027502, e-mail: efaarg@culture.gr). 

Περισσότερα στο διαδίκτυο

<a href="https://www.flickr.com/photos/135451210@N02/">Flickr</a>