Επιστροφή

Ακροναυπλία

Ακροναυπλία

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ: Αργολίδα

Ακροναυπλία

  • Θέση

    Το κάστρο της Ακροναυπλίας βρίσκεται στην ομώνυμη βραχώδη χερσόνησο, νότια της σημερινής παλαιάς πόλης του Ναυπλίου. Η στρατηγική σημασία της θέσης του κάστρου ήταν πολύ μεγάλη, καθώς εξασφάλιζε την πλήρη εποπτεία όλου του Αργολικού κόλπου. Επίσης, από την Ακροναυπλία άμεσα ορατά είναι τα κάστρα της Λάρισας Άργους, του Κιβερίου Μύλων και του Παράλιου Άστρους.

  • Ιστορικά στοιχεία

    Η κατοίκηση στη βραχώδη χερσόνησο της Ακροναυπλίας ανάγεται ήδη από την προϊστορική εποχή. Κατά την αρχαιότητα, το Ναύπλιο αποτελούσε το επίνειο του Άργους, έναν ρόλο που συνέχισε να κατέχει και στα μεσαιωνικά χρόνια.

    Κατά την πρωτοβυζαντινή εποχή, η πόλη υπαγόταν στην επαρχία Αχαΐας. Το Ναύπλιο δεν επηρεάστηκε αρκετά από τις γοτθικές επιδρομές (395-396), επλήγη ωστόσο από τις αβαροσλαβικές επιδρομές στα τέλη του 6ου αι. Κατά τον 7ο αι. το Ναύπλιο υπάχθηκε στο θέμα Ελλάδος (687-694) και στη συνέχεια στο νεοϊδρυθέν θέμα Πελοποννήσου (786-788). Μάλιστα αποτελούσε έδρα στρατηγού με αυτοκρατορική φρουρά μέχρι τον ύστερο 12ο αι.

    Κατά τον 10ο αι.-11ο αι., η πόλη παρά το γεγονός ότι δοκιμάστηκε από τις πειρατικές επιδρομές των Αράβων, σταδιακά άρχισε να ακμάζει. Αποτέλεσε από νωρίς  εμπορικό σταθμό για τους Ενετούς, όπως μαρτυρείται σε αυτοκρατορικά χρυσόβουλα του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118) και αργότερα του Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου (1195–1203). Η πόλη ενισχύθηκε με τη δημιουργία μιας νέας διοικητικής μονάδας κατά τον 12ο αι., του «ορίου Κορίνθου, Ναυπλίου, Άργους». Στο πλαίσιο αυτής της διοικητικής αλλαγής, στις τρεις αυτές πόλεις πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένα οχυρωματικά προγράμματα. Η ανάπτυξη της πόλης γίνεται φανερή και από την ανύψωση της επισκοπής Άργους σε Μητρόπολη Άργους και Ναυπλίου.

    Την εποχή αυτή της μεγάλης ακμής, το Ναύπλιο βρισκόταν υπό την εξουσία του Θεόδωρου Σγουρού, ο οποίος με αυτοκρατορική εντολή το 1180 ανέλαβε την εκκαθάριση των γύρω θαλασσών από την πειρατεία και ορίστηκε άρχοντας Ναυπλίας. Το 1200 τον διαδέχθηκε ο γιος του, Λέοντας, ο οποίος ανεξαρτητοποιήθηκε και επεκτάθηκε στην υπόλοιπη Αργολίδα, στη Κορινθία, στην Εύβοια, σε τμήματα της Στερεάς Ελλάδας και της Θεσσαλίας.

    Την επεκτατική πορεία του Λέοντα αναχαίτισαν οι Φράγκοι υπό τον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο με την κατάληψη της πόλης μεταξύ του 1210-1212. Η Ακροναυπλία παραχωρήθηκε μαζί με το Άργος στον Όθωνα De La Roche, Δούκα των Αθηνών ως ανταμοιβή για την βοήθειά του στους Φράγκους. Το Ναύπλιο στη συνέχεια πέρασε στην οικογένεια των de Brienne και ακολούθως στους d'Enghien, στους οποίους ανήκε μέχρι το 1389, οπότε και πωλήθηκε στους Ενετούς λόγω του κινδύνου από το δεσπότη του Μυστρά Θεόδωρο Α΄ Παλαιολόγο και τον φλωρεντινό Δούκα των Αθηνών Nerio Acciaiuoli.

    Κατά την α΄ ενετοκρατία (1389-1540), λόγω των νέων οχυρωματικών εξελίξεων με την διάδοση της πυρίτιδας και την τουρκική απειλή, οι Ενετοί εκμοντέρνισαν τις προυπάρχουσες οχυρώσεις και έκαναν νέες επεκτάσεις. Παράλληλα, λόγω της πληθυσμιακής αύξησης  προχώρησαν σε τεχνητές προσχώσεις και θεμελιώσεις σε ξύλινους πασσάλους στα βόρεια της χερσονήσου με αποτέλεσμα την κατασκευή της κάτω πόλης, την οποία προστάτευσε το νέο παραλιακό τείχος που κατασκευάστηκε την εποχή αυτή.

    Στο πλαίσιο του τρίτου ενετοτουρκικού πολέμου (1537-1540), το Ναύπλιο παραχωρήθηκε μετά από πολύ σκληρή πολιορκία στους Οθωμανούς το 1540 και αποτέλεσε έδρα του Οθωμανού διοικητή της Πελοποννήσου. Κατά την πρώτη αυτή περίοδο της τουρκοκρατίας, στο κάστρο πραγματοποιήθηκαν συμπληρώσεις και επισκευές, ενώ στην κάτω πόλη ανεγέρθηκαν το σεράι, κατοικίες αξιωματούχων, κρήνες, λουτρά και θρησκευτικά τεμένη.

    Οι Ενετοί μετά από σύντομη πολιορκία, επέστρεψαν στην πόλη το 1686. Κατά την περίοδο της β΄ Ενετοκρατίας (1686-1715), το Ναύπλιο αποτέλεσε πρωτεύουσα του Βασιλείου του Μοριά (Regnio di Morea). Οι Ενετοί ακολούθησαν οργανωμένο πρόγραμμα ενισχύσεων του υφιστάμενου κάστρου, αλλά και νέων κατασκευών υπό την επίβλεψη στρατιωτικών μηχανικών όπως οι La Salle, Levasseur και Albergetti. Μετά από σχετικό διάταγμα του Morosini το 1686, η κατοίκηση εντός του κάστρου απαγορεύτηκε. Το κάστρο προορίστηκε αποκλειστικά για στρατιωτικούς σκοπούς και για το λόγο αυτό πραγματοποιήθηκαν ισοπεδώσεις με σκοπό την άνετη κυκλοφορία των κανονιών. Προς το τέλος της β΄περιόδου κυριαρχίας τους και υπο την έντονη τουρκική απειλή, οι Ενετοί προχώρησαν στην κατασκευη του φρουρίου του Παλαμηδίου (1711-1714), χωρίς ωστόσο να μπορέσουν να αποτρέψουν την επικράτηση των Οθωμανών.

    Κατά την β΄ τουρκοκρατία (1715-1822), η πόλη σταδιακά άρχισε να χάνει την αίγλη της. Από το 1786, το Ναύπλιο δεν ήταν πια πρωτεύουσα του Μοριά, καθώς τη θέση της πήρε η Τρίπολη για στρατιωτικούς λόγους. Η περίοδος που ακολούθησε χαρακτηρίζεται από τους αγώνες των Ελλήνων επαναστατών με κυριώτερη στιγμή την πολιορκία της Ακροναυπλίας το 1822 από τους Έλληνες που είχε ως αποτέλεσμα οι Οθωμανοί να αναγκαστούν να την παραδώσουν στον αρχιστράτηγο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Το 1827 το Ναύπλιο ορίστηκε ως η πρώτη πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους και ο Ιωάννης Καποδίστριας ως ο πρώτος κυβερνήτης του το 1828.

    Χρονολόγηση: μεσοβυζαντινή περίοδος (9ος – αρχ. 13ου αι.), σταυροφορική / υστεροβυζαντινή περίοδος (13ος – 15ος αι.), οθωμανική / ενετική περίοδος (15ος – 19ος αι.)

  • Περιγραφή

    Το κάστρο είναι ακανόνιστου σχήματος και ακολουθεί το φρύδι του βράχου. Οχύρωση υπήρχε στο λόφο από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Η νότια πλευρά παρέμενε διαχρονικά ατείχιστη, λόγω του απόκρημνου αναγλύφου. Η κύρια πύλη του κάστρου βρισκόταν στην ανατολική πιο ευπρόσβλητη πλευρά του βράχου.

    Η βυζαντινή οχύρωση που πιθανώς πραγματοποιήθηκε στα χρόνια των Κομνηνών (1057-1185), ακολούθησε την χάραξη του αρχαίου περιβόλου, τμήματα του οποίου είναι ακόμη ορατά σε ορισμένα σημεία και ακολουθούν την πολυγωνική τοιχοποιία. Η πύλη βρισκόταν ανάμεσα στον μεσαίο και το νότιο από τους τρεις ημικυκλικούς πύργους που ανεγέρθηκαν την εποχή αυτή στο ανατολικό τείχος. Εντός της βυζαντινής οχύρωσης υπήρχε οικισμός με μεσοβυζαντινούς ναούς, ενώ εξίσου κατοικούταν η περιοχή εκτός του βόρειου τείχους έως την ακτογραμμή που εκείνη την εποχή ήταν πολύ πιο κοντά στο λόφο.

    Μετά την φραγκική κατάληψη, το κάστρο χωρίστηκε με τη βοήθεια διατειχίσματος σε δυο τμήματα. Το δυτικό τμήμα αποτελούσε το Ρωμαϊκό κάστρο και προοριζόταν για τους βυζαντινούς υποτελείς, ενώ το ανατολικό αποτελούσε το Φράγκικο κάστρο και ήταν το νέο διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της πόλης. Στο μέσον του διατειχίσματος υπήρχε κεντρικός πύργος για τον έλεγχο της επικοινωνίας μεταξύ των δυο τμημάτων, ενώ ανατολικά του υπήρχε κτήριο διοικητικής λειτουργίας, γνωστο ως Παλάτι του Βιλλεαρδουίνου. Οι Φράγκοι αναδιαμόρφωσαν επίσης το ανατολικό τείχος με την μετασκευή των βυζαντινών πύργων σε πύργους με τριγωνική απόληξη και την προσθήκη διαβατικού μπροστά από την βυζαντινή πύλη, το οποίο τοιχογραφήθηκε με απεικονίσεις ορθόδοξων και καθολικών αγίων, οικόσημα φράγκων ηγεμόνων και πιθανές σκηνές από το «Μυθιστόρημα του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Το σύνολο αποτέλεσε χορηγία τον Ούγου de Brienne,και αφορμή του στάθηκε πιθανώς η ανακωχή μεταξύ Βυζαντινών κι Φράγκων το 1290/1. Για το λόγο αυτό άλλωστε η πύλη είναι γνωστή ως Πύλη της Ειρήνης.

    Κατά την α΄ ενετοκρατία, το κάστρο επεκτάθηκε ανατολικά με την προσθήκη του Κάστρου των Tόρων. Οι εργασίες για την κατασκευή του ξεκίνησαν το 1470 υπό τον μηχανικό Antonio Gambello de Sancto Zacharia και τον διοικητή Vettore Pasqualigo. Η είσοδος σε αυτό γινόταν από την Πύλη Τόρων στη βορειοδυτική γωνία του κάστρου, ενώ μεταξύ του 1493-1519 στο ανατολικό άκρο του κάστρου προστέθηκε ο διπλός ανισοϋψής προμαχώνας των Τόρων. Την ίδια περίοδο, η ανατολική πύλη με το διαβατικό επιχώθηκε και το ανατολικό τείχος καλύφθηκε από σκάρπα. Παράλληλα, νέα πύλη ανοίχθηκε στην απόκρημνη νοτιοανατολική πλευρά του κάστρου, η οποία διέθετε καταφραγή και προστατευόταν από πυροβολαρχία.

    Το 1470 κατασκευάστηκε εντός του Φράγκικου κάστρου από τον αρχιτέκτονα Antonio Gambello το ομώνυμο αμυντικό συγκρότημα που περιλαμβάνει διατείχισμα (traversa), διαδοχικές πύλες με διαβατικά και μικρές αυλές. Το συγκρότημα προστάτευε ευθύγραμμο προτείχισμα και την πύλη του ημικυκλικό προτείχισμα (barbicane). Επίσης, στη βόρεια πλευρά του τείχους προστέθηκε προτείχισμα ημικυκλικής μορφής (lunette) για να ενισχυθεί η άμυνα του τείχους.

    Η κάτω πόλη που δημιουργήθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 15ου αι., μετά από τεχνητές προσχώσεις και θεμελιώσεις σε ξύλινους πασσάλους στα βόρεια του βράχου της Ακροναυπλίας, προστατεύτηκε από παραλιακό τείχος στις αρχές του 15ου αι. Στο ανατολικό τμήμα του νέου αυτού τείχους ανοίχτηκε τάφρος και στο βορειοανατολικό άκρο του κατασκευάστηκε στα μέσα 15ου αι. ο μεγάλων διαστάσεων πύργος «Contarini ή Contarina». Η επικοινωνία μεταξύ της χερσονήσου και της στεριάς εξασφαλίστηκε με την κατασκευή γέφυρας επάνω από την τάφρο που κατέληγε στην Πύλη της Ξηράς (Porta di Terraferma), την οποία προστάτευε πύργος. Καμαροσκεπής διάδρομος ένωνε την Πύλη της Ξηράς με τον Προμαχώνα Τόρων και το ομώνυμο κάστρο.

    Επίσης στη δυτική πλευρά της χερσονήσου κατασκευάστηκε τείχος που ένωνε το παραλιακό τείχος με τον περίβολο της ακρόπολης, ενώ την ίδια εποχή διαμορφώθηκε ράμπα και κτήριο-διαβατικό για τον έλεγχο της πρόσβασης στην πύλη που βρισκόταν διαχρονικά στη βόρεια πλευρά του οχυρωμένου βράχου.

    Τέλος, το 1471 επί προνοήτη Vettore Pasqualigo, στη νησίδα των Αγ. Θεοδώρων κατασκευάστηκε φρούριο, το γνωστό ως Μπούρτζι (Castel del Mar). Η άμυνα της εισόδου του λιμανιού ενισχυόταν με μια μεταλλική αλυσίδα μεταξύ του μόλου της Ακροναυπλίας και του φρουρίου της νησίδας στα βορειοδυτικά της χερσονήσου.

    Κατά τη β΄ενετοκρατία, τα τείχη ανακατασκευάστηκαν για να ακολουθήσουν τις εξελίξεις της αμυντικής αρχιτεκτονικής. Έτσι, οι επάλξεις του παραλιακού τείχους αντικαταστάθηκαν από κανονιοθυρίδες και το τείχος ενισχύθηκε με τον Προμαχώνα των Πέντε Αδελφών βορειοδυτικά, τον ημιπρομαχώνα Dolfin στο βορειανατολικό άκρο του, ο οποίος ενσωμάτωσε το προγενέστερο πύργο Contarini, αλλά και το νέο μεταπρομαχώνιο τείχος με σκάρπα και μεγάλο πάχος στο ανατολικό τμήμα του παραλιακού τείχους. Στο τμήμα αυτό της οχύρωσης σημειώθηκε την εποχή αυτή και η κατασκευή της contra scarpa ανατολικά της τάφρου, καθώς και η ανακατασκευή της γέφυρας και της Πύλης της Ξηράς το 1708. Το παραλιακό μέτωπο ενισχύθηκε εξίσου στη βόρεια πλευρά του και με την κατασκευή του προμαχώνα Mocenigo εντός της θάλασσας επί Γενικού Προβλεπτή του Ναυτικού Alvise III Mocenigo (1709-1711). Παράλληλα, αναδιαμορφώθηκε από τον στρατιωτικό μηχανικό De Silva το 1715 το πλάτωμα βόρεια του παραλιακού τείχους, όπου προγενέστερα υπήρχαν αποθήκες και οικίες. Το πλάτωμα απέκτησε ανάχωμα με κλίση προς τη θάλασσα (ramparo), καλυμμένη οδό (strada coperta) κατά μήκος του και εσωτερικά χώρο συγκέντρωσης των στρατιωτών (piazza d’armi). Την πλατεία διαπερνούσαν δυο «τραβέρσες», οι οποίες ενώνονται με δυο τανάλιες (tenaglie), δηλαδή χαμηλές αμυντικές κατασκευές μπροστά από το τείχος.

    Στη βόρεια πλευρά του ρωμαίικου κάστρου επί διοικήσεως Daniele Dolfin (1701-1704), κατασκευάστηκε ο ημιπρομαχώνας Dolfin, ο οποίος ενσωμάτωσε την προγενέστερη πύλη της βόρειας πλευράς. Το 1713, επί προβλεπτή Agostino Sagredo, η πύλη αυτή επιχώθηκε και δημιουργήθηκε το στρατηγικής σημασίας αμυντικό συγκρότημα Sagredo. Το συγκρότημα περιελάμβανε τοξωτή πύλη, η οποία προσεγγιζόταν από κλίμακα αποτελούμενη από δύο τμήματα, ενώ κτήριο – φυλάκιο και αποθήκη οπλισμού που ενσωμάτωσε το προγενέστερο διαβατικό και εξασφάλιζε τον έλεγχο της κυκλοφορίας. Η πρόσβαση στη κάστρο μετά την είσοδο στην πύλη γινόταν μέσω θολοσκεπούς κλίμακας στο πάχος του τείχους.

    Την εποχή αυτή, στη δυτική απόληξη της βραχονησίδας κατασκευάστηκε προμαχώνας με κανονιοθυρίδες και χαράχτηκε μονοπάτι σε σημείο σχετικά μη ορατό, ιδιαίτερα χρήσιμο για τον εφοδιοσμό των κατοίκων σε περιόδους πολιορκίας. Παράλληλα, στην άκρη του κάστρου των Τόρων, ο προμαχώνας Τόρων ενισχύθηκε με την προσθήκη το 1706 του τετράπλευρου προμαχώνα Grimani.

    Εντός της οχύρωσης του βράχου, μετά το διάταγμα του Morosini το 1686, κατασκευάζονταν πλέον μόνο στρατώνες και βοηθητικά κτήρια, όπως οι στρατώνες Grimani που κτίστηκαν κατά τη θητεία του Grimani ως Provveditore Generale (1706-1709). Αντίστοιχα, στην κάτω πόλη, το 1713 ανεγέρθηκε επί Sagredo η Αποθήκη του Στόλου (arsenale), το σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Πλατεία Συντάγματος.

                    Μετά την απελευθέρωση της Ακροναυπλίας από τους Οθωμανούς, ο στρατώνας Grimani ανοικοδομήθηκε και αποτέλεσε τον στρατώνα Καποδίστρια, ενώ το 1828 ανατολικά του συγκροτήματος Gambello ανεγέρθηκε το Στρατιωτικό Νοσοκομείο με ναΐσκο των Αγ. Αναργύρων. Κατά τον 19ο αι. κατεδαφίστηκαν η βόρεια πλευρά του τείχους και η ανατολική πλευρά εκτός από τους προμαχώνες και την Πύλη της Ξηράς, ενώ σημειώθηκε επέκταση της κάτω πόλης προς τα βόρεια σύμφωνα με σχεδιασμό του Στ. Βούλγαρη.

    Από το 1884 μέχρι περίπου και το 1966 ο Στρατώνας Καποδίστρια λριτουργούσε ως φυλακή. Κατά τον β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην κορυφή του βράχου κατασκευάστηκαν βάσεις αντιαεροπορικών πυροβόλων με αποτέλεσμα να ισοπεδωθεί προηγουμένως η περιοχή. Το 1970-1971 εντός του κάστρου Τόρων κτίστηκε η ξενοδοχειακή μονάδα «ΞΕΝΙΑ», καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος του κάστρου, ενώ πολύ αργότερα, νέα ξενοδοχειακή μονάδα ανεγέρθηκε σε ένα πολύ μεγάλο τμήμα της βόρειας πλευράς του οχυρωμένου λόφου.

  • Προτεινόμενη Περιήγηση

    Ο επισκέπτης μπορεί να περιηγηθεί ψηφιακά μέσω του 3d μοντέλου της Ακροναυπλίας και να πληροφορηθεί με τη βοήθεια κειμένων και φωτογραφιών που παρουσιάζονται σε hotspots.

  • Το μνημείο σήμερα

    Το μνημείο έχει χαρακτηριστεί ως προέχον βυζαντινό μνημείο με το Β.Δ. 25-2-1922 (ΦΕΚ 28/Α/26-2-1922) και ως αρχαιολογικός χώρος και ιστορικό διατηρητέο μνημείο με την Υ.Α. 11707/14-6-1966 (ΦΕΚ 429/Β/8-7-1966). Το 2010 εκπονήθηκε μελέτη για λογαριασμό της 25ης ΕΒΑ, ώστε να καταστεί η Ακροναυπλία επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος, ενώ στη συνέχεια εκτελέσθηκε στο πλαίσιο του Ε.Σ.Π.Α. το έργο με τίτλο: "ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΑΚΡΟΝΑΥΠΛΙΑΣ ΣΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟ, Δ. ΝΑΥΠΛΙΟΥ. Ν. ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ". 

  • Βιβλιογραφία

    Βασιλείου Αν., «Το Ναύπλιο στους οθωμανικούς χρόνους», Η Οθωμανική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, ΥΠΠΟ-ΔΒΜΑ, Αθήνα 2008, 122-123

    Δεϊλάκη Ευ., «Ακροναυπλία», Αρχαιολογικόν Δελτίον 28 (1973) Β1-Χρονικά, 87-90

    Λαζαρίδης Π., «Ανασκαφή εις Ακροναυπλίαν», Αρχαιολογικόν Δελτίον 28 (1973) Β1-Χρονικά, 230-234

    Λαμπρυνίδης Μ. Γ., Η Ναυπλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, Ναύπλιον 1950

    Λιανός Ν., «Οι τελευταίες οχυρωματικές επεμβάσεις στην Ακροναυπλία κατά την Β΄ Ενετοκρατία», Τεχνογνωσία στην Λατινοκρατούμενη Ελλάδα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Ημερίδα 8-2-1997, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, 139-160

    Καρούζου Σ., Το Ναύπλιο, Αθήνα 1979

    Κόντη Β., «Το Ναύπλιο και οι σχέσεις του με την επισκοπή Άργους κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο», Σύμμεικτα 15 (2002), 131-148

    Πιτερού Χρ., “Διάλογος με τα μνημεία της πόλης. Το Ναύπλιο και η πύλη της Ξηράς. Μια πρόταση”, Απόπειρα λόγου και τέχνης, Ναύπλιο 1992, 40-45

    Πρωτονοταρίου-Δεϊλάκη Ευ., «Ακροναυπλία», Αρχαιολογικόν Δελτίον 26 (1971) Β1-Χρονικά, 83-84

    Σαββίδης Α. Γ. Κ., «Τα προβλήματα σχετικά με το βυζαντινό Ναύπλιο», Βυζαντιακά 14 (1994), 357-374

    Tσεκές Γ., «Kάστρο Aκροναυπλίας», Eνετοί και Iωαννίτες ιππότες, Δίκτυα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, Πειραματική ενέργεια Archi-Med, Aθήνα 2001, 90-94

    Andrews Κ., Castles of the Morea, Amsterdam 1978, 90-105

    Bon Α., Le Péloponnèse byzantine jusqu’en 1204, Paris 1951, 83, 100-101, 114, 165, 173

    Gerola G., “Le fortificazioni di Napoli di Romanὶa”, Annuario della Regia Scuola Archeologica di Atene e delle Missioni Italiane in Oriente 13-14 (1930-1931) 347-410

    Gerstel Sh. E. J., "Art and Identity in the Medieval Morea", The Crusades from the Perspective of Byzantium and the Muslim World, ed. by Angeliki E. Laiou and Roy Parviz Mottahedeh, Washington D.C. 2001, 263-285

    Savvides A. G. C., “Nauplion in the Byzantine and Frankish Periods”, Πελοποννησιακά 19 (1991-1992) 286-302

    Schaefer W., Βaugeschichte der Stadt Nauplia im Mittelalter, Technischen Hochschule Danzig, 18 Juni 1936, Univ. Berlin 1944

    Wright D., "Late-Fifteenth-Century Nauplion. Topography, Walls, and Boundaries", Θησαυρίσματα 30 (2000) 163-187

     

Χάρτης

map

Γενικές Πληροφορίες

Τυπος Φρούριο
Χρονολόγηση μεσοβυζαντινή περίοδος (9ος – αρχ. 13ου αι.), σταυροφορική / υστεροβυζαντινή περίοδος (13ος – 15ος αι.), οθωμανική / ενετική περίοδος (15ος – 19ος αι.)
Συντεταγμένες Γεωγραφικό πλάτος: 37.5635910863 Β, Γεωγραφικό μήκος: 22.7939272022 Α
Π.Ε. Αργολίδος
Δημος ΝΑΥΠΛΙΕΩΝ

Πρόσβαση στο Κάστρο

  • Οι επισκέπτες μπορούν να προσεγγίσουν το κάστρο είτε μέσω του δρόμου που ξεκινά από το πάρκο Σταϊκόπουλου, είτε από την ραμπόσκαλα της Καθολικής εκκλησίας που οδηγεί στην πύλη του κάστρου των Τόρων. Η Πύλη του συγκροτήματος Sagredo παραμένει κλειστή έως σήμερα.

Περισσότερα στο διαδίκτυο

<a href="https://www.flickr.com/photos/135451210@N02/">Flickr</a>