Αρχιτεκτονική

Αρχιτεκτονική

Αρχιτεκτονική

Τυπολογία

Στοιχεία Άμυνας

Εξέλιξη Οχυρωματικής

Τυπολογία

Τὰ δὲ φρούρια ἐξηύρηται πρῶτον μὲν κατασκοπῆς ἕνεκα τῆς τῶν ἐχθρῶν παρουσίας, δεύτερον δὲ διὰ τὴν τῶν αὐτομόλων ὑποδοχήν, τρίτον διὰ τὸ κατέχειν τοὺς ἡμετέρους φυγάδας, καὶ τέταρτον διὰ τὸ ἀθρόον ἐμπίπτειν ἡμᾶς τοῖς τὰ ἄκρα οἰκοῦσι τῶν πολεμίων, οὐ μᾶλλον λείας ἕνεκα ἤ ἀνακρίσεως τῶν παρὰ τοῖς ἐχθροῖς τελουμένων καὶ περὶ ὧν ἄν αὐτοὶ καθ' ἡμῶν βουλεύονται.

Δεῖ δὲ τὰ φρούρια πλησίον ποιεῖν τῶν ὅρων καὶ μὴ πόρρω ἀφεστηκότα τῶν ἐχθρῶν τῆς παρόδου.....

Ανώνυμος, Περί Στρατηγίας.

Φρούριο. Τα φρούρια αποτελούν ανεξάρτητα οχυρά με στρατιωτική λειτουργία, κατασκευασμένα σε καίρια στρατηγικά σημεία. Προέρχονται από τα ρωμαϊκά στρατόπεδα μάχης, τα castra και τα μικρότερα castellum, τα οποία χωρίζονται σε πρόχειρες ημιμόνιμες ή μόνιμες μονάδες. Αποτελούνται από τείχος ορθογώνιας κάτοψης με τάφρο και πύργους στις γωνίες και στις πλευρές τους. Το υλικό κατασκευής τους αρχικά είναι το ξύλο, το οποίο σταδιακά αντικαθίσταται από λίθους. Από τον 4ο αι. μ.Χ., τα φρούρια μεταφέρονται από τις πεδιάδες σε φυσικά οχυρά υψώματα. Από την εποχή του Ιουλιανού παρατηρείται η κατασκευή οχυρών σε στενωπούς για τον έλεγχο των περασμάτων.

Η ασφάλεια που εκπέμπει η παρουσία ενός φρουρίου για την γύρω περιοχή, από πολύ νωρίς αποτέλεσε αφορμή για τη δημιουργία οικισμών γύρω από αυτό. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται ήδη από τα ρωμαϊκά στρατόπεδα που σταδιακά εξελίσσονται σε οχυρά-πόλεις, κτισμένα σε πεδιάδες, συνεχίζει στον 4ο αι. και εντείνεται στον 6ο αι.

Τα μεσαιωνικά φρούρια ακολουθούν ακανόνιστο σχήμα που εξαρτάται από την μορφολογία της περιοχής χωρίς να ακολουθούν τη συμμετρία που διακρίνει τα προγενέστερα τους ρωμαϊκά. Ακολουθώντας το σύστημα των διαδοχικών γραμμών άμυνας, διαθέτουν συχνά ακρόπολη με κεντρικό πύργο-ακρόπυργο που λειτουργεί ως το τελευταίο σημείο άμυνας. Ο πύργος αυτός αποτελεί τη βάση του τοπικού άρχοντα, αξιωματούχου ή εποχιακού τοποτηρητή για τον έλεγχο της φρουράς, ενώ κατά την σταυροφορική περίοδο αποτελεί εξίσου την οικία του φεουδάρχη.

Η συμμετρία επανέρχεται στον φρουριακό σχεδιασμό κατά την εποχή της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Ο τύπος του φρουρίου εξελίσσεται προκειμένου να αντιμετωπίσει τα ισχυρά πυροβόλα όπλα που καθιερώνονται από τα μέσα του 15ου αι. και ακολουθεί ένα νέο αμυντικό σύστημα, το προμαχωνικό (fronte bastionato) που καθιερώνεται στον 16ο αι. Ο θεωρητικός σχεδιασμός του, ο οποίος θα αποτελέσει εξειδικευμένο κλάδο της αρχιτεκτονικής, περιλαμβάνει φρούριο πολυγωνικής κάτοψης με πενταγωνικούς προμαχώνες στις γωνίες του που ενώνονται από ευθύγραμμα τείχη (cortine), τα οποία περιβάλλονται από τάφρο.

Ακρόπολη. Η ακρόπολη, το υψηλότερο και πιο οχυρωμένο σημείο μιας πόλης ή ενός οχυρωματικού συστήματος, αποτελεί βασικό στοιχείο άμυνας ήδη από την προϊστορία. Το απρόσιτο ανάγλυφο της περιοχής, καθώς και η ύπαρξη νερού αποτελούν διαχρονικά βασικά κριτήρια για την επιλογή μιας θέσης ως ακρόπολη.

Στο πλαίσιο της πόλης-κράτους που δημιουργείται κατά την αρχαϊκή εποχή η ακρόπολη (άστυ) στην κορυφή ενός υψώματος αποτελεί το κεντρικό σημείο μιας αρκετά ευρείας περιοχής (ύπαιθρος-χώρα). Λειτουργεί όχι μόνο ως καταφύγιο για τους γύρω οικισμούς της υπαίθρου, αλλά και ως θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο. Κατά την κλασική και ελληνιστική εποχή, η ακρόπολη περιορίζεται σε ιερό τόπο και η περιοχή γύρω της αστικοποιείται και προστατεύεται από περίβολο. Η έννοια της ακρόπολης δεν συνεχίζεται στη ρωμαϊκή περίοδο, καθώς οι Ρωμαίοι ακολουθούν διαφορετική στρατιωτική αντίληψη, αυτή της επίθεσης και όχι της άμυνας, ωστόσο αναβιώνει στους δύσκολους καιρούς της ύστερης αρχαιότητας. Ήδη από την πρωτοβυζαντινή εποχή, οι ακροπόλεις διαθέτουν συνήθως κεντρικό πύργο (ακρόπυργο). Ο ισχυρός αυτός πύργος, γνωστός από την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή, αρχικά κατασκευάζεται σε συνέχεια του τείχους, γίνεται ανεξάρτητος ωστόσο στον χώρο κατά την σταυροφορική περίοδο.

Η ακρόπολη ως τύπος οχύρωσης διαδίδεται στην βυζαντινή επικράτεια του 11ου και 12ου αι. και είναι είτε ανεξάρτητη του οικισμού, είτε περικλείεται από αυτόν. Εκτός από διοικητικό κέντρο συχνά αποτελεί και επισκοπική έδρα. Κατά τον ύστερο 13ο και τον 14ο αι., η ακρόπολη παράλληλα με τον στρατιωτικό χαρακτήρα λειτουργεί ως κατοικία και σύμβολο εξουσίας του φεουδάρχη ή του τοπικού άρχοντα. Με αυτό τον τρόπο, ο κύριος του κάστρου δεν προστατεύεται μόνο από κάποιον ενδεχόμενο εχθρό, αλλά και από τον απρόβλεπτο όχλο που ενίοτε μπορούσε να αποδειχτεί επικίνδυνος. 

Οχύρωση πόλης. Ήδη από την αρχαιότητα, η πόλη αναπτύσσεται κοντά ή γύρω από μια ακρόπολη, το θρησκευτικό και διοικητικό της κέντρο. Η ίδια συχνά προστατεύεται από οχυρωματικό περίβολο. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, ορισμένα από τα στρατόπεδα που κατασκευάζονται σε πεδιάδες εξελίσσονται σε οχυρά-πόλεις, ωστόσο οι μεγάλες πόλεις παραμένουν ατείχιστες στο πλαίσιο της pax romana που επικρατεί. Η βαρβαρική απειλή και οι κοινωνικοοικονομικές και διοικητικές συνθήκες του 3ου αι. και εξής, οδηγούν στην ανάγκη ανακατασκευής των μεγάλων προωιμότερων οχυρώσεων και κατασκευής νέων. Ως εκ τούτου, οι μικρές πόλεις παρακμάζουν και αυξάνεται ο πληθυσμός στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ στις αρχαίες μητροπόλεις οχυρώνεται μόνο ο αστικός πυρήνας. Οι πόλεις (τα εμπόρια), διαφέρουν από τους οικισμούς που ιδρύονται την εποχή αυτή σε φυσικά οχυρές θέσεις από το μεγαλύτερο μέγεθός τους και το γεγονός ότι συγκεντρώνουν διοικητικές, εμπορικές και οικονομικές λειτουργίες. Κατά την μέση βυζαντινή περίοδο, η ανάπτυξη της οικονομίας και η πολιτική σταθερότητα ευνοεί την ενίσχυση των πόλεων, τόσο όσων επιβιώνουν από την αρχαιότητα, όσο και όσων δημιουργήθηκαν κατά τους προηγούμενους αιώνες.

Ως προς την διάταξη της οχύρωσης, διακρίνονται οι παρακάτω παραλλαγές:  α) τειχισμένη ακρόπολη που περιβάλλεται από ατείχιστη πόλη, β) τειχισμένη ακρόπολη που περιβάλλεται από τειχισμένη πόλη, γ) τειχισμένη ακρόπολη ανεξάρτητη από την τειχισμένη κάτω πόλη. Στην τειχισμένη πρωτοβυζαντινή και μεσοβυζαντινή ακρόπολη χαρακτηριστική είναι η ύπαρξη ισχυρού πύργου (κεντρικού πύργου-ακρόπυργου), ο οποίος αποτελεί τη βάση του τοπικού άρχοντα, αξιωματούχου ή εποχιακού τοποτηρητή. 

Οχυρωμένος οικισμός. Η εμφάνιση μεγάλου αριθμού οχυρωμένων οικισμών παρατηρείται ιδιαίτερα κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές και ο βαρβαρικός κίνδυνος που επικρατούν στον 4ο αι. και οριστικοποιούνται έως τον 6ο αι. έχουν ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη των μικρών πόλεων της αυτοκρατορίας, την επανατείχιση και αύξηση του πληθυσμού των μεγάλων αρχαίων πόλεων, και κυρίως την ίδρυση μικρών οχυρωμένων οικισμών. Οι οικισμοί αυτοί διαφέρουν από τις πόλεις ως προς το μέγεθος που είναι συνήθως μικρό, αλλά και από την έλλειψη ισχυρών εμποροοικονομικών δομών και διοικητικών λειτουργιών.

Η πρακτική αυτή προέρχεται από την μεταφορά των ρωμαϊκών οχυρών από τις πεδιάδες σε απρόσιτα υψώματα ήδη από τον 3ο αι., τα οποία περιλαμβάνουν οικισμό (oppida και τα μικρότερα σε μέγεθος oppidula). Τα οχυρά αυτά ακολουθούν πλέον ακανόνιστο σχήμα που εξαρτάται από την μορφολογία του απόκρημνου υψώματος, στοιχείο που τα διαφοροποιεί από την πληθώρα μικρών πόλεων που κτίζονται σε όλη την αυτοκρατορία λίγο νωρίτερα, κατά την περίοδο της τετραρχίας. Με τη δημιουργία των μικρών οχυρωμένων οικισμών σε υψώματα, η αυτοκρατορία αγροτοποιείται. Οι πόλεις-κάστρα που σχηματίζονται εξυπηρετούν την θεματική διοίκηση, η οποία θα υποχωρήσει ακριβώς με την αναβίωση ορισμένων μεγάλων πόλεων κατά την μεσοβυζαντινή εποχή.

Ο οχυρωμένος οικισμός διαθέτει ακρόπολη που λειτουργεί ως το ύστατο καταφύγιο σε περίοδο πολιορκίας. Από τον 6ο αι. στα τείχη της ακρόπολης εμφανίζεται συχνά ένας ισχυρός πύργος (κεντρικός πύργος-ακρόπυργος). Η παρουσία του πύργου αυτού κυριαρχεί και στους επόμενους αιώνες.

Διατείχισμα. Πρόκειται για ευθύγραμμο τείχος ανάμεσα από δυο φυσικά εμπόδια. Αποτελεί γραμμή ελέγχου, αλλά και το πρώτο μέσο άμυνας και αναχαίτισης των εχθρών. Τέτοιες κατασκευές απαντούν συνήθως σε ισθμούς και στενά περάσματα και συνήθως η επιλογή της θέσης και η κατασκευή τέτοιων έργων υποδηλώνει κρατικό σχεδιασμό, όπως στην περίπτωση του διατειχίσματος στην Θράκη που αποδίδεται στον Αναστάσιο ή του Εξαμιλίου Τείχους στην Κορινθία. Παράλληλα το διατείχισμα μπορεί να αποτελεί και τμήμα υδραγωγείου, όπως π.χ. της Αναστασουπόλεως-Περιθεωρίου και της Χριστουπόλεως.

Στον τύπο αυτό οχυρωματικού έργου περιλαμβάνονται εξίσου και τα γαιώδη αναχώματα, τα οποία αποτελούν ένα από τα πιο πρώιμα οχυρωματικά έργα στην ιστορία του ανθρώπου. Η διαχρονική λειτουργικότητά τους είναι έκδηλη από την εφαρμογή τους σε διαφορετικές χρονολογικές περιόδους όπως η τετραρχία, η πρωτοβυζαντινή περίοδος, αλλά και η ενετοκρατία, όπως το ανάχωμα στην περιοχή του Λεχαίου.

Πύργος. Ο πύργος αποτελεί βασικό αμυντικό στοιχείο που είτε συνδέεται με κάποιο ευρύτερο οχυρωματικό σύστημα, όπως την οχύρωση οικισμών και πόλεων, τα φρούρια και τις ακροπόλεις, είτε πρόκειται για ανεξάρτητη κατασκευή. Ο μεμονωμένος πύργος ήδη από την κλασική εποχή μπορεί να λειτουργεί ως παρατηρητήριο-σημείο ελέγχου κομβικών σημείων, αλλά και ως φρυκτωρία, όπου μέσω της οπτικής επαφής με δίκτυο παρόμοιων κατασκευών επιτυγχάνεται η μεταφορά σημαντικών μηνυμάτων.

Κατά το Μεσαίωνα, ο πύργος μπορεί να αποτελέσει εξίσου τον πυρήνα για τη δημιουργία μικρού οικισμού και να λειτουργεί ως καταφύγιο σε περίοδο πολιορκίας. Επίσης, ο πύργος απαντά σε μοναστηριακά συγκροτήματα, άλλοτε ως τμήμα της οχύρωσής τους και άλλοτε μεμονωμένος για τον έλεγχο και την προστασία της αγροτικής τους παραγωγής. Πολλά είναι τα παραδείγματα που σώζονται από τον 10ο έως τον 14ο αι. κυρίως σε μονές του Αγίου Όρους. Κατά την υστεροβυζαντινή εποχή, λόγω και της αυξημένης ανασφάλειας οι πύργοι πληθαίνουν και αποκτούν μια νέα λειτουργία εκτός από την αμιγώς στρατιωτική, αυτή της κατοικίας. Η εξέλιξή της χρήσης αυτής αποτυπώνεται στο μεταβυζαντινό πυργόσπιτο.

Ως προς την διαμόρφωσή του πύργου, οι τοίχοι του είναι αδιάρθρωτοι ή φέρουν αντηρίδες, όπως κυρίως στον βόρειο ελλαδικό χώρο. Ο τετράπλευρος πύργος συνήθως διαθέτει παραπάνω από έναν ορόφους. Ο διαχωρισμός μεταξύ των επιπέδων γίνεται είτε από ξύλινο δάπεδο επάνω σε δοκούς, είτε από θόλους που στηρίζονται σε τόξα. Στις περιπτώσεις των μονών, ο ανώτερος όροφος συχνά διαμορφώνεται σε παρεκκλήσι. Η εσωτερική διαμόρφωση ενός πύργου περιλαμβάνει κυρίως ενιαίους χώρους ανά όροφο. Στο ισόγειο δεν υπάρχουν ανοίγματα για λόγους ασφαλείας. Στο επίπεδο αυτό υπάρχει συνήθως κινστέρνα. Η πρόσβαση στην κύρια είσοδο που βρίσκεται στον όροφο γίνεται με ανασυρόμενη ξύλινη κλίμακα, όπως συνήθως και η επικοινωνία μεταξύ των επιπέδων. Στους χαμηλότερους ορόφους ανοίγονται τοξοθυρίδες, ενώ παράθυρα στους ανώτερους ορόφους. Από τις καταχύστρες στο δώμα οι αμυνόμενοι μπορούν να ρίψουν στους εχθρούς πέτρες και άλλα διαθέσιμα υλικά, ενώ ταυτόχρονα να εξαπολύουν τα πυρά τους πίσω από τις επάλξεις. Ο πύργος προστατεύεται τις περισσότερες φορές από περίβολο.

Ανεξάρτητο πύργο μπορούμε να εντοπίσουμε και εντός ακρόπολης, κυρίως κατά την σταυροφορική περίοδο. Αυτός ο ισχυρός πύργος (κεντρικός πύργος-ακρόπυργος) αποτελεί εκτός από το ύστατο καταφύγιο σε περίοδο πολιορκίας, εξίσου την οικία του φεουδάρχη. Η ύπαρξη του κεντρικού πύργου υιοθετείται στη συνέχεια και στις οθωμανικές οχυρώσεις.

Πυργόσπιτο. Η αμυντική δυναμική του πύργου αποτελεί τον βασικό λόγο για την χρήση του ως οικία ήδη κατά τα ταραχώδη υστεροβυζαντινά χρόνια. Η καθιέρωση της λειτουργίας αυτής προέρχεται από τον τύπο οικίας με εφαπτόμενο πύργο. Σταδιακά, ο ίδιος ο πύργος θα μετατραπεί σε οχυρή κατοικία, το πυργόσπιτο.

Το πυργόσπιτο διατηρεί τα αμυντικά στοιχεία και τη διάταξη των πύργων των βυζαντινών κάστρων και μονών, όπως την ορθογώνια κάτοψη και τους περισσότερους από έναν ορόφους, την κύρια είσοδο στον όροφο, τις ξύλινες κλίμακες για την άνοδο στους ορόφους και τις καταπακτές, τις καταχύστρες/πετρομάχους στο δώμα και επάνω από την κύρια είσοδο, την έλλειψη ανοιγμάτων στις χαμηλότερες στάθμες, τις τοξοθυρίδες και το επίπεδο δώμα με επάλξεις. Ως αμυντικό στοιχείο προστίθονται οι γωνιακοί κυλινδρικοί πυργίσκοι (κλουβιά-σκοπιές).

Τα πυργόσπιτα έχουν είτε ορθογώνια κάτοψη, είτε κάτοψη σχήματος Τ, όπου σε ορθογώνιο στενόμακρο όγκο προστίθεται εγκάρσια και στην οπίσθια όψη μικρός ορθογώνιος χώρος, είτε τέλος, κάτοψη σχήματος Γ (καστροκατοικίες) με είσοδο στην εσωτερική γωνία για την καλύτερη πλαγιοφύλαξη της. Η ανασυρώμενη κλίμακα που επιτρέπει την πρόσβαση στην κύρια είσοδο σε υστερότερα παραδείγματα αντικαθίσταται από λίθινο κλιμακοστάσιο. Στο θολοσκεπές ισόγειο υπάρχει κινστέρνα και αποθήκη τροφίμων. Σε μερικά από τα πρωιμότερα παραδείγματα, θολωτή είναι η οροφή και στο δώμα. Τα δάπεδα είναι ξύλινα. Παραπλεύρως του πύργου υπάρχουν συχνά και άλλα βοηθητικά κτίσματα.

Τα πυργόσπιτα εξασφαλίζουν την ασφάλεια των ιδιοκτητών τους από πειρατικές επιδρομές ή τοπικές εξεγέρσεις, ενώ παράλληλα σχετίζονται άμεσα με την γεωργική εκμετάλλευση της γύρω περιοχής και για το λόγο αυτό εντοπίζονται κυρίως στην ύπαιθρο. Αργότερα, τα πυργόσπιτα μπορεί να αποτελούν απλώς παραθεριστική οικία των ευπορότερων,  ωστόσο πάντοτε ενισχύουν την κοινωνική προβολή των ιδιοκτητών τους.

Στην Πελοπόννησο ο αριθμός των πυργόσπιτων είναι πολύ μεγάλος κατά τα μεταβυζαντινά χρόνια και κυρίως κατά την β΄ τουρκοκρατία (1715-1821). Αυτό οφείλεται στην γενικότερη ανασφάλεια μέχρι και την εξολόθρευση των εναπομεινάντων κλεφτών την πρώτη δεκαετία του 19ου αι., αλλά και στην ανασφάλεια των ευπορότερων κατακτητών απέναντι στους φτωχότερους υποταγμένους. Οι κατασκευές αυτές ανήκουν κυρίως σε Τούρκους αξιωματούχους, σε Έλληνες προκρίτους, ενώ μετά το 1715 και σε Τουρκαλβανούς.

Το πυργόσπιτο από τον 18ο αι. εξελίσσεται ανάλογα με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της κάθε περιοχής, ωστόσο παρά τα νέα στοιχεία που επικρατούν όπως το μακρόστενο σχήμα, οι μεγαλύτερες διαστάσεις και τα πλατύτερα ανοίγματα στις όψεις του, διατηρεί ανέπαφα ορισμένα αμυντικά χαρακτηριστικά.

Στοιχεία Άμυνας

Οἰκονόμησον τὰ τείχη τὰ διερρωγότα, τοὺς πύργους τοὺς προμαχῶνας κατοχύρωσον, σώρευσον λίθους ἐπάνωθεν τῶν τειχέων, πλέξον λέσας, ποίησον χάντακας διπλοῦς καὶ τριπλοῦς καὶ βαθυτάτους καὶ πλατεῖς...

Κεκαυμένος, Στρατηγικόν

Τα στοιχεία άμυνας μιας οχύρωσης λειτουργούν ως διαδοχικά μέτρα προστασίας και άμυνας. Χωρίζονται σε παθητικά για την αντιμετώπιση των εχθρικών επιθέσεων και σε ενεργητικά για την εξόρμηση-αντεπίθεση με σκοπό την απώθηση του εχθρού. Η προσπάθεια απώθησης των εχθρών περικλείει την εξαπόλυση πυρών από τους αμυνόμενους. Τα αμυντικά αυτά πυρά διακρίνονται σε κατακόρυφα και πλευρικά (λοξά).

Αντίστοιχα, η διάκριση ενεργητικού-παθητικού απαντά και στον ίδιο τον χαρακτήρα μιας οχύρωσης, λειτουργώντας είτε ως καταφύγιο, είτε ως ορμητήριο.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΜΥΝΑΣ

Έπαλξη: Οι επάλξεις εξυπηρετούσαν τα κατακόρυφα πυρά και αποτελούνταν από τα θωράκια και τις πολεμίστρες. Θωράκιο ονομάζουμε το κτιστό τμήμα που χρησίμευε για την κάλυψη των αμυνομένων, το οποίο εναλλάσεται με κενά, τις πολεμίστρες ή θυρίδες επάλξεων, στην άνω απόληξη των τειχών. Τα διάκενα αυτά φράζονταν με ξύλινα διαφράγματα/κλαπέτα κατά την επίθεση, τα οποία στηρίζομενα σε οριζόντιο άξονα ανοιγόκλειναν. Η απόληξη των θωρακίων μπορούσε να είναι ευθύγραμμη και επίπεδη ή τριγωνική. Από τον 14ο αι. σε ενετικά κάστρα ή σε οχυρώσεις των Ιωαννιτών ιπποτών η απόληξη ήταν συνήθως χελιδονοειδής.

Περίδρομος: διάδρομος για την κυκλοφορία των αμυνόμενων στρατιωτών πίσω από τις επάλξεις, από όπου έριχναν τα πυρά τους. Ο περίδρομος βελτιώθηκε σταδιακά με την ύπαρξη δυο βαθμίδων βολής αντί για μιας.

Πύργος: Τα πλευρικά πυρά ή αλλιώς πλαγιοβολή μπορούν να εξαπολύονται από προεξέχοντα του περιβόλου σημεία και έχουν σκοπό την προστασία του παρακείμενου τμήματος της οχύρωσης από τους εχθρούς. Οι απαρχές της πλαγιοβολής στον ελλαδικό χώρο διαφαίνονται στις μηκυναϊκές οχυρώσεις, οι οποίες αν και δεν διαθέτουν ακόμη πύργους, διαμορφώνουν με τέτοιο τρόπο τις πύλες τους ώστε να την εξασφαλίζουν. Η ένταξη πύργων στον περίβολο με σκοπό την πλαγιοβολή σημειώνεται στα ύστερα αρχαϊκά και τα κλασικά χρόνια (7ος – 5ος αι.). Από τον 4ο αι. και εξής, η χρήση νέων πολιορκητικών μεθόδων γίνεται πολύ έντονη και η σημασία που πήρε η πλαγιοβολή εκτενέστατη.

Οι πύργοι που κατασκευάζονται κατά την αρχαϊκή και κλασική εποχή είναι συνήθως τετράγωνης κάτοψης. Με καμπύλα τοιχώματα κατασκευάζονται όταν εξαπλώνεται η χρήση των πολιορκητικών κριών και καταπελτών. Οι ημικυκλικοί  πύργοι θεωρούνται ότι προέρχονται αρχικά από την Μεσοποταμία και γενικότερα τη Μέση Ανατολή. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούν κυρίως πύργους σχήματος U, ενώ τριγωνικοί πύργοι πιθανώς εμφανίζονται στον 3ο -4ο αι., ωστόσο η χρήση τους εξαπλώνεται στον 5ο και 6ο αι. Πεντάπλευροι πύργοι εμφανίζονται περισσότερο σε οχυρώσεις του ύστερου 5ου και 6ου αι. Ο πεντάπλευρος με προβολική ακμή (pentagonal prow-shaped) που απαντά σε ελληνιστικές οχυρώσεις, επανέρχεται μετά τον 5ο αι. και καθιερώνεται στα βυζαντινά χρόνια. Ορισμένα σχετικά παραδείγματα πύργου εντοπίζονται στον ελλαδικό χώρο, στην Μικρά Ασία και στα Βαλκάνια, ενώ η επίδρασή του περνά και στη Δύση χωρίς ωστόσο να εδραιωθεί. Ο πύργος αυτός επιβιώνει στις πρώιμες ενετικές οχυρώσεις και εξελίσσεται στον προμαχώνα σε σχήμα τόξου που απαντά στις οχυρώσεις του 17ου αι.

Οδοντώσεις: Αποτελούν προεξοχές τριγωνικού σχήματος στο τείχος που εξυπηρετούν την πλαγιοβολή. Πρόκειται για αμυντικό στοιχείο απλούστερης μορφής σε σχέση με τον πύργο, τον οποίο και αντικαθιστούν με σκοπό την οικονομία υλικών.

Προμαχώνας: Αποτελεί απόρροια της ανάγκης για προστασία από το νέο τρόπο πολεμικής, αυτό των πυροβόλων όπλων, τα οποία καθιερώνονται από τον 15ο αι. Πρόκειται για μια συμπαγή ανοιχτή πλατεία (piazza), η οποία βρίσκεται προωθημένη από την γραμμή οχύρωσης με σκοπό την προστασία αυτής μέσω πλευρικών πυρών από πυροβόλα όπλα που τοποθετούνται επάνω στον προμαχώνα. Ο προμαχώνας, ο οποίος προστατεύεται από τάφρο, αποτελείται από δυο μέτωπα (faccie/fronti) και δυο πλευρά (fianchi), ενώ η πέμπτη πλευρά προς το εσωτερικό της οχύρωσης, ο «λαιμός» (gola), μένει ανοιχτή και στα άκρα της ενώνεται με τα τείχη (cortine). Στα πλευρά του προμαχώνα σχηματίζονται χαμηλές πλατείες για την τοποθέτηση των πυροβολαρχιών, οι οποίες αργότερα θα μεταφερθούν προς το εσωτερικό και θα προστατεύονται από τη γωνιώδη διαμόρφωση του πλευρού του προμαχώνα (spalla). Σε ορισμένα παραδείγματα, ο προμαχώνας μπορούσε να είναι εντελώς ανεξάρτητος από την υπόλοιπη κατασκευή.

Καταχύστρες: Οι καταχύστρες εξυπηρετούσαν τα κατακόρυφα πυρά. Πρόκειται για τις κτιστές προεξοχές, κενές στην κάτω επιφάνειά τους από όπου οι αμυνόμενοι εξαπέλυαν τα πυρά τους. Αν και ονομάζονται εξίσου ζεματίστρες, καθώς έχει υποστηριχθεί ότι πραγματοποιούταν και ρίψη καυτού νερού και λαδιού, είναι κυρίως πετρομάχοι, λόγω της έλλειψης άλλων διαθέσιμων υλικών ή του μεγάλου κόστους για την απόκτησή τους. Οι προεξοχές αυτές τοποθετούνταν σε καίρια σημεία των τειχών, όπως επάνω από εισόδους, και στηρίζονταν σε φουρούσια, τόξα ή αντηρίδες.

Οι ξύλινες εν προβόλω εξέδρες [hourds] και οι λίθινες καταχύστρες, σημειακές (bretèches) ή γραμμικές (machicoulis) εμφανίζονται κατά τη ρωμαϊκή εποχή ή την πρώιμη μεσαιωνική περίοδο για να επικρατήσουν έως τον 15ο αι. μ.Χ. Η καταχύστρα εισάγεται στον ελληνικό χώρο μέσα στον 13ο αι. από τους Φράγκους, οι οποίοι φαίνεται πως τη δανείστηκαν με τη σειρά τους από την ισλαμική οχυρωματική παράδοση. Τέτοιες προεξοχές για την ρίψη διαφόρων υλικών από ανοίγματα στο δάπεδό τους απαντούν σε ισλαμικά παλάτια στα τέλη του 8ου αι.

Φονιάς: Κατακόρυφα πυρά μπορούν να εξαπολυθούν και από τον λεγόμενο φονιά. Πρόκειται για άνοιγμα που απαντά στην κορυφή καμάρας θολωτού περάσματος, του διαβατικού, που ακολουθεί συνήθως μια κύρια πύλη κάστρου. Από το άνοιγμα αυτό, οι αμυνόμενοι έριχναν πέτρες και όποιο άλλο υλικό είχαν στη διάθεσή τους κατά την είσοδο των εχθρών όταν αυτοί κατάφερναν να παραβιάσουν την πύλη.  

Τοξοθυρίδα: Πρόκειται για κάθετη σχισμή από την οποία ήταν δυνατή η σκόπευση με τόξο ή χειροβαλλίστρα. Στο πάχος του τείχους, η σχισμή διευρύνεται προς το εσωτερικό προκειμένου ο τοξότης να τοποθετήσει το σώμα του για τη βολή. Το σχήμα της τοξοθυρίδας αλλάζει σταδιακά με σκοπό να προφέρει περισσότερη κάλυψη και ευρύτερο πεδίο βολής. Οι πρώιμες τοξοθυρίδες απαντούν στον τύπο της στενής σχισμής ή του ορθογώνιου ανοίγματος με παραστάδες και μονολοθικό υπέρθυρο. Αντίθετα, στην μέση βυζαντινή περίοδο δεν κατασκευάζονται πια με διαφορετική τοιχοποιία ως παραστάδες, ενώ το υπέρθυρο είναι από ξύλο. Κάποιες φορές το υπέρθυρο μπορεί να έχει τοξωτή διαμόρφωση. Τυφλά αψιδώματα εμφανίζονται στις προσόψεις των τοξοθυρίδων από τον 12ο αι. και εξής. Τοξοθυρίδες χρησιμοποιούνται και στα κάστρα που κτίζουν οι Φράγκοι.

Κανονιοθυρίδα: Με την καθιέρωση των πυροβόλων όπλων από τον 15ο αι. στο παχύ προπέτασμα του τείχους ανοίγονται πλέον διάκενα, συνήθως τραπεζοειδούς κάτοψης, για την τοποθέτηση κανονιών.

Τυφεκιοθυρίδα: Πρόκειται για κάθετη σχισμή εξωτερικά, η οποία διευρύνεται εσωτερικά στο πάχος του τείχους προκειμένου ο αμυνόμενος να τοποθετηθεί για να σκοπεύσει με μικρό πυροβόλο όπλο.

Πυλίδες:  Μια δευτερεύουσα πυλίδα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για αιφνιδιαστική επίθεση κατά των εχθρών, ιδιαίτερα στην διάρκεια πολιορκίας. Είναι μια συνήθης πρακτική για τη μείωση της δύναμης των πολιορκητών, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την αμυντική ικανότητα των οχυρώσεων. Πολλές φορές οι αμυνόμενοι μπορούσαν μέσα από τέτοιες αιφνιδιαστικές επιδρομές να κλέψουν ή να καταστρέψουν πολιορκητικό εξοπλισμό ή τρόφιμα και άλλα εφόδια από τον εχθρό.

Κλουβιά: Πρόκειται για προεξοχές, συνήθως κυκλικού σχήματος, κυρίως στις γωνίες αλλά και στις πλευρές πυργόσπιτων των μεταβυζαντινών χρόνων. Στις προεξοχές αυτές ανοίγονταν τυφεκιοθυρίδες για την υπεράσπιση του πυργόσπιτου με  τη χρήση τυφεκιών. Στη βάση των κλουβιών, μπορούσαν να υπάρχουν επίσης ανοίγματα που λειτουργούσαν ως καταχύστρες.

ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΜΥΝΑΣ

Προτείχισμα: Ανεξάρτητος τείχος, μικρότερου από τον περίβολο ύψους. Αποτελεί διαχρονικά την πρώτη γραμμή άμυνας και προστατεύει το κατώτερο τμήμα των τειχών από τις βολές των επιτιθεμένων ή την κατασκευή σηράγγων.

Τάφρος: Τεχνητό εμπόδιο που λειτουργεί ως μια πρώτη γραμμή αναχαίτισης του εχθρού. Πρόκειται για περιμετρικό χαντάκι που προστάτευε εξωτερικά την οχύρωση. Η τάφρος απαντά μπροστά από οχυρώσεις ήδη από τα νεολιθικά χρόνια, ωστόσο γίνονται απαραίτητο στοιχείο άμυνας από τον 4ο αι. π.Χ. προκειμένου να εμποδίζεται η χρήση πολιορκητικών μηχανών. Η παρουσία της γίνεται πιο συχνή όσο οι πολιορκητικές μηχανές εξελίσσονται. Από το Μεσαίωνα σημειώνεται πλήρωσή της και με νερό. Απαντά εξίσου και στο μεταβυζαντινό προμαχωνικό σύστημα οχυρώσεων.

Ανυψούμενη γέφυρα: Συχνή σε μεσαιωνικές οχυρώσεις, η ανυψούμενη γέφυρα βρισκόταν μπροστά στην κύρια πύλη του κάστρου, επάνω από την τάφρο. Σε περίπτωση κινδύνου, η κινητή αυτή γέφυρα ανυψωνόταν, διακόπτοντας έτσι την πρόσβαση προς το εσωτερικό του κάστρου. Το στοιχείο αυτό απαντά εξίσου και στην οικιστική αρχιτεκτονική. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούν και οι ανασυρόμενες σκάλες στους υστεροβυζαντινούς πύργους, οι οποίοι λειτουργούν ως κατοικίες, αλλά και αργότερα η ανυψούμενη ή ανασυρόμενη ξύλινη γέφυρα με το ανεξάρτητο κτιστό κλιμακοστάσιο στα μεταβυζαντινά πυργόσπιτα.

Πύλη: Πρόκειται για τον δίαυλο επικοινωνίας όσων βρίσκονταν εντός του κάστρου με την περιοχή εκτός των τειχών και στην περίπτωση οχύρωσης πόλης απότελούσε το σημείο σύνδεσης μεταξύ βασικών οδικών αξόνων της ενδοχώρας με τους αντίστοιχους της τειχισμένης πόλης. Καθώς αποτελεί ένα από τα πιο ευάλωτα σημεία σε μια οχύρωση, ιδιαίτερη προσοχή δίδεται για την άμυνά της. Η κύρια πύλη συχνά προστατευόταν από δυο πύργους εκατέρωθεν αυτής, ένα σχήμα που απαντά από την αρχαιότητα. Η αμυντική ικανότητα της κύριας πύλης μπορεί να αυξηθεί με την προσθήκη καταφραγής, επάλληλων πυλών και διαβατικών με φονιά και τοξοθυρίδες.

Καταφραγή (porticulis): Ξύλινη με μεταλλική επένδυση εσχάρα που προστάτευε τα θυρόφυλλα της πύλης. Η καταφραγή εφάρμοζε σε κάθετες αυλακώσεις πλευρικά της πύλης και κατέβαινε ή ανέβαινε με τη βοήθεια ενός αντίβαρου ή κοχλία, τοποθετημένου σε χώρο επάνω από την πύλη.

Περίβολος: Ήδη από τη νεολιθική εποχή, ο περίβολος αποτελούσε το πρωταρχικό μέσο προστασίας ενός οικισμού. Οι πρώιμοι αυτοί περίβολοι αρχικά δεν διέθεταν πύργους. Η ένταξή πύργων στον περίβολο σημειώνεται στα ύστερα αρχαϊκά και τα κλασικά χρόνια (7ος – 5ος αι.). Συνήθως τα διαστήματα μεταξύ των πύργων είναι μεταξύ 30 και 70 μ.

Σκάρπα: Πρόκειται για κεκλιμμένη βάση στο τείχος που απαντά ήδη σε δυτικά μεσαιωνικά κάστρα προκειμένου να δυσχεραίνεται η πιθανή προσέγγιση πολεμικών μηχανών. Μετά την καθιέρωση των πυροβόλων όπλων τον 15ο αι., επικρατεί στη διαμόρφωση του τείχους ώστε να αντέχουν τη δημιουργία σηράγγων κάτω από τα θεμέλια τους, αλλά και τα βλήματα από πυροβόλα όπλα. Η σκάρπα καλυπτόταν από προσεγμένη επένδυση εξωτερικά και το γέμισμά της γινόταν από αργούς λίθους. Το διακοσμητικό κορδόνι (cordone) οριοθετούσε την σκάρπα και την διέκρινε από το προπέτασμα που ακολουθούσε στο τείχος.

Contramina: Διάδρομος πίσω από τη scarpa με θολωτή οροφή κατά μήκος όλου του τείχους. Η χρησιμότητα της σήραγγας έγκειται στο να γίνει αντιληπτή έγκαιρα από τους αμυνόμενους η υπονόμευση των θεμελίων του τείχους από τους εχθρούς.

Προπέτασμα: υψηλό προστατευτικό στηθαίο (parapetto)  στο άνω τμήμα του τείχους που απαντά από την καθιέρωση των πυροβόλων όπλων και εξής. Έχει μεγάλο μεγάλο πάχος, μέσα στο οποίο ανοίγονται κανονιοθυρίδες τραπεζοειδούς συνήθως σχήματος για την τοποθέτηση κανονιών.  

Ακρόπολη: Αποτελεί έναν περιτειχισμένο από περίβολο χώρο που λειτουργεί ως το τελευταίο σημείο άμυνας. Συνήθως, διατηρεί αμυντική αυτονομία. Στην ύστερη βυζαντινή εποχή, στην ακρόπολη εντοπίζεται ο κεντρικός πύργος που αποτελεί τον χώρο διαμονής του τοπικού άρχοντα ή διοικητή.

Κεντρικός πύργος ή ακρόπυργος: Ο πύργος, που βρίσκεται συνήθως στο υψηλότερο σημείο ενός κάστρου, αποτελεί το ύστατο σημείο άμυνας και προστασίας στο οποίο καταφεύγουν οι αμυνόμενοι. Η χαμηλότερη στάθμη χρησίμευε ως αποθηκευτικός χώρος ή/και κινστέρνα, ενώ οι ανώτερες διέθεταν αίθουσα υποδοχής και λειτουργούσαν και ως χώροι διαμονής.

Παρατηρητήριο-Φυλάκιο: Πρόκειται για την προεξέχουσα κτιστή σκοπιά (Γκουαρντιόλα ή Σεντινέλλα) που απαντά πολύ συχνά σε ενετικές οχυρώσεις. Τέτοιες σκοπιές συναντάμε στο Μπούρτζι,  στο Παλαμίδι, αλλά και στην Ακροναυπλία.

 

Εξέλιξη Οχυρωματικής

Χωρία τοίνυν ἐπιτήδεια ἐστὶν εἰς κτίσιν πόλεως, καὶ μάλιστα εἰ μέλλοι πλησιαίτερα κεῖσθαι τῶν ὅρων, ὅσα κατὰ λόφων κεῖται, κρημνοὶ δὲ κύκλῳ τὴν ἄνοδον ἀποφράττουσιν, ἔτι δὲ καὶ ὅσα ὑπὸ μεγίστων ποταμῶν κυκλοῦται ἤ κυκλοῦσθαι δύναται οὐ δυναμένων ἄλλοθι μεταφέρεσθαι διὰ τὴν τοῦ χωρίου φύσιν, ἔτι δὲ καὶ ὅσα ἐπὶ θαλάττης ἤ μεγίστων ποταμῶν κείμενα ἰσθμῶν ἔχει θέσιν ὀλίγῳ παντελῶς μέρει τῇ ἠπείρῳ συναπτόμενα.

Ανώνυμος, Περί Στρατηγίας.

Προϊστορικοί χρόνοι. Η έννοια του περιβόλου που προστατεύει έναν οικισμό απαντά ήδη από τη νεολιθική εποχή. Οι πρώιμοι αυτοί περίβολοι αρχικά δεν διαθέτουν πύργους και κατασκευάζονται από μικρές πέτρες, σε αντίθεση με τις μεγαλιθικές οχυρώσεις των μυκηναϊκών ακροπόλεων που θα ακολουθήσουν. Την πρώιμη αυτή εποχή εφαρμόζεται για πρώτη φορά η τάφρος και ο πύργος καταφύγιο-παρατηρητήριο.

Αρχαιότητα. Η ένταξη για πρώτη φορά πύργων ορθογωνικής κάτοψης σημειώνεται στα ύστερα αρχαϊκά και τα κλασικά χρόνια (7ος – 5ος αι.) αποσκοπώντας στην επίτευξη πλαγιοβολής. Τον 5ο αι. σημειώνεται και η ανύψωση και ενίσχυση των τειχών λόγω της συχνής χρήσης καταπελτών και ψηλών πολιορκητικών πύργων, οι οποίοι βάλουν βίαια τα έως τότε μικρού πάχους και μετρίου ύψους τείχη. Η χρήση πολιορκητικών μηχανών συμβάλει εξίσου στην δημιουργία πύργων με καμπύλα τοιχώματα λόγω της μεγαλύτερης αντοχής τους. Εντούτοις, το μεγάλο κόστος κατασκευής τους αποτρέπει την επικράτησή τους έναντι των ορθογωνικών. Κατά τον 4ο αι. δίνεται για πρώτη φορά έμφαση στην ενεργητική άμυνα με την πυκνή παρουσία πυλίδων στον περίβολο, καθώς οι αμυνόμενοι μπορούν πλέον να αιφνιδιάζουν τον εχθρό με ξαφνικές έξοδους. Ακόμη εμφανίζεται το πριονωτό τείχος που εξασφαλίζει πλαγιοβολή, καθώς και οι πενταγωνικοί πύργοι με αιχμή και οι πολυγωνικοί πύργοι (τετράγωνοι πύργοι με αποτετμημένες γωνίες).

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι συνθήκες που διαμορφώνονται με την επικράτηση των Ρωμαίων και η pax romana που θα ισχύσει επιτρέπουν Στις μεγάλες πόλεις να παραμένουν ατείχιστες. Οι Ρωμαίοι άλλωστε ενδιαφέρονται περισσότερο για τις τακτικές επίθεσης και ως εκ τούτου, αντί να εφαρμόσουν την μέχρι τότε πρακτική της ακρόπολης, προχωρούν στην κατασκευή πολυάριθμων στρατοπέδων, τα λεγόμενα castra, και στις μικρότερες μονάδες αυτών, τα castellum. Τα οχυρά αυτά αποτελούνται από περίβολο ορθογώνιας κάτοψης με τάφρο και πύργους στις γωνίες και κατά μήκος των πλευρών του και θα εξελιχθούν σταδιακά σε οχυρά-πόλεις, κτισμένα σε πεδιάδες.

Από τον 3ο αι. και εξής, ωστόσο, οι βαρβαρικές επιδρομές, η κατάρρευση των θεσμών, η πληθυσμιακή μείωση και άλλες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές οδηγούν στην ανάγκη κατασκευής νέων οχυρώσεων και επιδιόρθωσης και ενίσχυσης των προγενέστερων. Οι αρχαίες μητροπόλεις που επιβιώνουν οχυρώνονται με περίβολο με προεξέχοντες πύργους προτείχισμα και τάφρο. Από αυτές οχυρώνεται μόνο ο αστικός πυρήνας. Την εποχή αυτή παρατηρείται εξίσου και η μεταφορά των ρωμαϊκών οχυρών από τις πεδινές εκτάσεις σε πιο φυσικά οχυρές θέσεις. Η επιλογή αυτή αφήνει περιθώρια ελεύθερου σχεδιασμού, καθώς η τοποθέτηση των πύργων γίνεται πλέον στα ευάλωτα και σημαντικά σημεία της οχύρωσης και όχι σε τακτά διαστήματα όπως μέχρι τότε.

Κατά την εποχή της τετραρχίας συνεχίζουν οι ενισχύσεις, επεκτάσεις ή ανακατασκευές προγενέστερων οχυρώσεων, ενώ παρατηρείται σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας η δημιουργία νέων μικρών οχυρωμένων οικισμών. Την ίδια στιγμή, σε πόλεις με αυτοκρατορική αίγλη εντοπίζεται μια προσπάθεια μνημειακότητας με διακοσμημένες όψεις και πύργους μεγάλων διαστάσεων.

Πρωτοβυζαντινή περίοδος. Η μεταφορά μικρών στρατιωτικών φυλακίων (castellum) και μεγαλύτερων οχυρών (castrum) από τις πεδινές εκτάσεις σε φυσικά οχυρά υψώματα συνεχίζει και κατά την περίοδο του Μ. Κωνσταντίνου (324-337). Τον 4ο αι. παρατηρούνται εξίσου οχυρά σε στενωπούς για τον έλεγχο των περασμάτων και  μεμονωμένοι πύργοι ορθογωνικής κάτοψης (turris) με λειτουργία κυρίως ως παρατηρητήρια ή για τη μετάδοση μηνυμάτων.

Από τα τέλη του 4ου αι. έως τον 7ο αι., η βαρβαρική παρουσία και οι αλλαγές που συμβαίνουν στις κοινωνικοοικονομικές δομές της αυτοκρατορίας προκαλούν την εγκατάλειψη των μικρών πόλεων και τη συρροή πληθυσμού στις μεσαίες και μεγάλες πόλεις. Οι πόλεις που επιβιώνουν από την αρχαιότητα συρρικνώνονται και ένα μικρό μέρος τους τειχίζεται πλέον, συνήθως βιαστικά, λόγω του κινδύνου των επιδρομών. Η κατασκευή οχυρών με οικισμό σε υψώματα αποτελεί πλέον τον κανόνα. Οι οικισμοί αυτοί, αλλά και τα οχυρά, διαθέτουν ακρόπολη για την προστασία των κατοίκων της γύρω περιοχής σε περίοδο πολιορκίας. Συχνά ο περίβολός της διαθέτει έναν πύργο ισχυρότερο από τους υπόλοιπους (κεντρικός πύργος-ακρόπυργος–καταφύγιο), ο οποίος την εποχή αυτή κατασκευάζεται ακόμη σε συνέχεια του τείχους, αλλά δομικά ανεξάρτητος από αυτό. Ο κεντρικός αυτός πύργος εμφανίζεται συχνά από τον 6ο αι. και εξής και θα αποτελέσει χαρακτηριστικό στοιχείο των βυζαντινών οχυρώσεων. Επίσης, ο κίνδυνος από τις βαρβαρικές επιδρομές έχει ως αποτέλεσμα την πύκνωση του αριθμού των πύργων στον περίβολο. Τα σχήματα πύργων που απαντούν τον 5ο και 6ο αι. είναι οι ορθογώνιοι, οι πενταγωνικοί με αιχμή, οι κυκλικοί, οι τριγωνικοί και οι πεταλόσχημοι. Την εποχή αυτή τέλος, ως πρόσθετη γραμμή άμυνας κατασκευάζονται προτειχίσματα, ενώ παράλληλα επιβιώνει από τη ρωμαϊκή περίοδο η πρακτική του διατειχίσματος.

Μεταβατικοί χρόνοι. Η ανασφάλεια που δημιουργείται από τις επιδρομές των Σλάβων και την αραβική παρουσία στην θάλασσα οδηγεί σε μετακινήσεις πληθυσμών και στην ερήμωση της υπαίθρου. Την εποχή αυτή ολοκληρώνεται η καστροποίηση του πρώιμου μεσαίωνα. O ρόλος των κάστρων ενισχύεται και μέσω του διοικητικού θεσμού των θεμάτων η αυτοκρατορική εξουσία εκτελείται πλέον από αυτά.

Ως προς την πολεμική τακτική, η θέση και το απόκρημνο ανάγλυφο αποτελούν τους πιο σημαντικούς παράγοντες αμυντικής ισχύος, μιας και οι πολεμικές μηχανές δεν μπορούν πλέον να πλησιάσουν. Ιδιαίτερο στοιχείο είναι η επικράτηση του πενταγωνικού πύργου με ακμή, η χρήση του οποίου γενικεύεται κατά τους πολέμους των Βυζαντινών με τους Άραβες (7ος – 10ος αι.).

Μεσοβυζαντινή περίοδος. Η πρακτική των οχυρωμένων οικισμών σε ύψωμα ακολουθείται και στην μεσοβυζαντινή εποχή. Η ακρόπολη διαθέτει συνήθως πύργο που διαχωρίζεται από τον υπόλοιπο οικισμό με τείχος ή βρίσκεται ανεξάρτητη από αυτόν σε κοντινή απόσταση. Την εποχή αυτή παρατηρείται και η επέκταση των πόλεων εκτός των τειχών τους, χάρη στις σταθερές πολιτικές συνθήκες της μεσοβυζαντινής εποχής που επιτρέπουν την οικονομική ανάπτυξή τους.

Η αμυντική τεχνολογία που ακολουθείται την εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από οδοντωτές επάλξεις και τοξοθυρίδες με μικρό ύψος και πλάτος, γεγονός που υποδηλώνει πιθανώς την χρήση βαλιστρίδων, ιδαίτερα την εποχή του Μανουήλ Κομνηνού. Επίσης, από τη σύγκριση μεταξύ των πύργων του 5ου αι. και του 12ου αι. στα τείχη της Κωνσταντινούπολης προκύπτει ότι τα μεσοβυζαντινά τείχη είναι πιο πρόχειρα κατασκευασμένα και φέρουν σπόλια, οι πύργοι έχουν μικρότερο ύψος, είναι πιο ογκώδεις και πιο πυκνά τοποθετημένοι σε σχέση με τους αντίστοιχους πρωτοβυζαντινούς.

Μετά τους σταυροφόρους. Οι νέοι κατακτητές προχωρούν στην επανάχρηση, και ανακατασκευή προγενέστερων οχυρώσεων, αλλά και στην κατασκευή νέων φεουδαρχικού χαρακτήρα που ακολουθούν, όπως και τα αντίστοιχα παλαιολόγεια, αρχές σχεδιασμού του πρώιμου μεσαίωνα. Κτίζονται σε κορυφές λόφων, κατά κύριο λόγο έχουν ακανόνιστο σχήμα, διαθέτουν δευτερεύοντες περιβόλους που περικλείουν οικισμό και ακρόπολη με ισχυρό πύργο.

Ωστόσο, τα φεουδαρχικά αυτά οχυρά διαφέρουν από τις προγενέστερες βυζαντινές οχυρώσεις ως προς το μέγεθος. Είναι συνήθως μικρά και αποτελούν τη βάση ενός άρχοντα ή μιας φρουράς, σε αντίθεση με τα βυζαντινά που συνήθως περικλείουν πόλεις που επιβιώνουν από την αρχαιότητα. Τα φεουδαρχικά κάστρα μεταφέρουν ορισμένα χαρακτηριστικά των δυτικών σύγχρονων οχυρώσεων. Ένα από αυτά είναι η λειτουργία του κεντρικού πύργου που πλέον ανεξαρτητοποιείται στον χώρο ως κατοικία του φεουδάρχη και καταφύγιο για την οικογένειά του. Η λειτουργία απαντά σε όλα τα οχυρά της Δύσης13ου αι., όπου τα κτήρια εσωτερικά της ακρόπολης ακουμπούν στο τείχος, σχηματίζοντας μια ανοιχτή κεντρική αυλή.

Τα κάστρα της περιόδου διαθέτουν ψηλά κατακόρυφα τείχη με πύργους. Οι αμυνόμενοι κρατούν τον εχθρό σε απόσταση με οριζόντια βολή τόξων από τις επάλξεις, ενώ όταν αυτός πλησιάσει, τον πλήττουν με κάθετη βολή τόξων ή τον αποκρούουν πετώντας από τις συνεχόμενες σε προεξοχή καταχύστρες (machicoulis) πέτρες ή άλλα υλικά.Ο πύργος με ανοιχτή πλάτη που χρησιμοποιείται σε βυζαντνές οχυρώσεις διαδίδεται και σε σταυροφορικές, λόγω του χαμηλού κόστους και χρόνου παραγωγής.

Μέσα σε αυτή την περίοδο ανασφάλειας, η ανάγκη για άμυνα είναι έντονη και στην ιδιωτική σφαίρα. Αυτό καταδεικνύεται από την κατασκευή μεμονωμένων πύργων, με ή χωρίς δευτερεύοντα προσκτίσματα. Οι πύργοι αυτοί προστατεύουν οικίες ή εκλλησιαστικά συγκροτήματα και διαθέτουν περιορισμένα ανοίγματα στις χαμηλότερες στάθμες, πετρομάχους στο δώμα και επάνω από την είσοδο, η οποία βρίσκεται στον όροφο. Συχνά πλίνθινα μοτίβα και μονογράμματα διακοσμούν τις όψεις τους ιδιαιτέρως στο μέσον του 14ου αι. και εξής.

Οθωμανοί και Ενετοί. Στα μέσα του 15ου αι. πραγματοποιείται η πιο καθοριστική εξέλιξη στην ιστορία της οχυρωματικής. Η καθιέρωση των πυροβόλων όπλων που ακολούθησε τη διάδοση της πυρίτιδας τον 14ο αι. Η εξέλιξη αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενός νέου αμυντικού συστήματος, του προμαχωνικό (fronte bastionato). Πρόκειται για ένα σύστημα οχύρωσης πολυγωνικής κάτοψης που σχηματίζεται από τους πενταγωνικούς προμαχώνες στις γωνίες του, οι οποίοι ενώνονται μεταξύ τους από ευθύγραμμα τείχη (cortine). Εξωτερικά, το οχυρό προστατεύεται από τάφρο. Η διαμόρφωση του συστήματος αυτού ολοκληρώνεται στο α΄μισό του 16ου αι., καθιερώνεται ως το τέλος του ίδιου αιώνα και εφαρμόζεται από τους Ενετούς σε σημεία στρατηγικής σημασίας, προκειμένου να προστατεύσουν τη θαλάσσια ηγεμονία τους στη Μεσόγειο.

Σύμφωνα με τις αρχές του συστήματος,  το τείχος έχει χαμηλό ύψος και τριμερή διάρθρωση: α) scarpa, το κεκλιμένο τμήμα των τειχών, η εφαρμογή του οποίου οδήγησε στην κατάργηση κάθετων πυρών. Το μεγάλο πάχος της αυξάνει την αντοχή του τείχους στην πρόσκρουση βλημάτων, β) cordone, το ημικυκλικής διατομής διάζωμα που χωρίζει την scarpa από το parapetto, και γ) parapetto, δηλαδή η απόληξη του τείχους που προστατεύει τους πολεμιστές και στο οποίο ανοίγονται κανονιοθυρίδες. Οι ισχυρές πλατφόρμες, προμαχώνες, προωθούνται έξω από την κύρια γραμμή άμυνας για την επίτευξη της πλαγιοβολής. Ο θεωρητικός σχεδιασμός του νέου αυτού φρουρίου ανάγεται σε εξειδικευμένο κλάδο της αρχιτεκτονικής, με τον οποίο ασχολούνται κυρίως εξειδικευμένοι στρατιωτικοί μηχανικοί στην υπηρεσία της Βενετίας, π.χ. o Antonio da Sangallo, Michele Sanmicheli, Giulio Savorgnano, Gian Girolamo Sanmicheli, Gabriele Tadino da Martinengo.

Μέχρι τα μέσα του 15ου αι., η Βενετία προχωρά μόνο στον εκσυγχρονισμό των υφιστάμενων οχυρώσεων των πόλεων-εμπορικών σταθμών που καταλαμβάνει. Αν και το ανώμαλο ανάγλυφο συνήθως δεν επιτρέπει την εφαρμογή του θεωρητικού σχεδιασμού, οι Ενετοί ωστόσο χαμηλώνουν τα προγενέστερα τείχη, τα ενισχύουν σε πάχος με scarpa, ενώ οι επάλξεις με τις τοξοθυρίδες δίνουν τη θέση τους σε parapetto με κανονιοθυρίδες. Ως προς τους πύργους στην οχυρωματική γραμμή, από τα μέσα του 15ου αι. έως και τις αρχές του 16ου αι., οι πύργοι ορθογώνιας κάτοψης αντικαθίστανται από ογκώδεις στρογγυλούς πύργους με κλειστούς χώρους (casematte) για την τοποθέτηση κανονιών και επικλινείς βάσεις για την αύξηση της αντοχής στην πρόσκρουση των βλημάτων. Εντούτοις, λόγω του καπνού που δημιουργείται από τις ρίψεις, αλλά και του περιορισμένου πεδίου βολής τους, τα κανόνια μεταφέρονται στο δώμα των πύργων ή σε ανοιχτές πλατείες. Ως εκ τούτου, διαμορφώνεται ένα προεξέχον πλάτωμα μεγάλης επιφάνειας, που θα αποτελέσει στη συνέχεια τον πενταγωνικό προμαχώνα.

Από τον 16ο και 17ο αι., η Βενετία προχωρά σε νέες κατασκευές ακολουθώντας το προμαχωνικό σύστημα, ενώ μεταφέρει εξίσου λύσεις που εφαρμόζονται σε σύγχρονα οχυρωματικά έργα της Δύσης, όπως η εφαρμογή της τανάλιας στην Ακροναυπλία το 1715.

Στο πλαίσιο των ενετοτουρκικών πολέμων, η Πελοπόννησος καταλαμβάνεται και από τους Οθωμανούς Τούρκους. Σε αντίθεση με τους Ενετούς, οι Οθωμανοί δεν θέτουν ως προτεραιότητά τους την κατασκευή νέων οχυρωματικών έργων. Η έλλειψη ενδιαφέροντος αποτελεί απόρροια της pax ottoman που ακολουθεί με την εδραίωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι Οθωμανοί προχωρούν σε νέες κατασκευές μόνο όταν το απαιτεί η περίσταση, ενώ κατά βάση ανακατασκευάζουν ή εκμοντερνίζουν προϋπάρχουσες οχυρώσεις που καταλαμβάνουν. Ως προς τα κύρια χαρακτηριστικά μιας οχύρωσης, δεν υπάρχουν ιδιαίτερες δαφοροποιήσεις σε σχέση με τις ενετικές. Ιδιαίτερο στοιχείο που προστίθεται στις οθωμανικές οχυρώσεις είναι η κατασκευή μεγάλων κεντρικών πύργων που προέρχεται από τη μεσαιωνική παράδοση.

Κατά την εποχή της ενετοκρατίας και τουρκοκρατίας, περίοδο έντονης ανασφάλειας, παρατηρείται εξέλιξη εξίσου σε επίπεδο κατοικίας με την καθιέρωση των πυργόσπιτων.

Στα χρόνια της επανάστασης. Κατά τον 19ο αι. σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η χάραξη των οχυρών αλλάζει με σκοπό την αποτροπή βομβαρδισμών των πόλεων από πυροβόλα με μεγαλύτερο πλέον βεληνεκές. Εφαρμόζονται πλέον εξωτερικοί περίβολοι από μικρά ανεξάρτητα οχυρά-πυροβολεία. Παράλληλα, στον ελλαδικό χώρο και στο πλαίσιο του απελευθερωτικού αγώνα κατασκευάζονται λίθινα αναχώματα, τα ταμπούρια, σε διάφορες καίριες στρατηγικές θέσεις. Εξίσου χρησιμοποιούνται οι προγενέστερες οχυρώσεις μεγάλης κλίμακας, αλλά ακόμη και οι μεμονωμένοι πύργοι που λειτουργούν ως ορμητήρια των επαναστατών.

Το αίσθημα ανασφάλειας και η ανάγκη για προστασία που επικρατούν τα δύσκολα αυτά χρόνια δηλώνεται και από τον μεγάλο αριθμό πυργόσπιτων που κατασκευάζονται στην Πελοπόννησο την εποχή αυτή, ιδιαίτερα δε μεταξύ του 1715-1821.

Με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης