Κάστρο

Κάστρο

Κάστρο

Επισκευάζοντας και κατασκευάζοντας

Το κάστρο στον πόλεμο

Το κάστρο στην ειρήνη

Το κάστρο στην τέχνη

Επισκευάζοντας και Κατασκευάζοντας

Tὸ ἄδηλον τῶν ἐπισυμβαινόντων ὁρῶντες καὶ τὴν ἄσφάλειαν μᾶλλον τῆς εὐπρεπείας προκρίνοντες ἐκεῖ ταύτας ποιεῖν βουλευόμεθα καὶ τείχη περιβαλεῖν, ἔνθα ἄν τὰ τῶν πολιορκούντων ἀδυνατεῖ μηχανήματα.

Ανώνυμος Συγγραφέας, Περί Στρατηγίας

Η βασική ανάγκη του ανθρώπου για ασφάλεια αποτελούσε τον πρωταρχικό λόγο για την κατασκευή οχυρώσεων. Ωστόσο, μια οχύρωση εκτός από την προστασία των κατοίκων που διέμεναν εντός του κάστρου ή γύρω από αυτό σε στιγμές κινδύνου, μπορούσε να επιτελεί και άλλους σκοπούς, όπως τον έλεγχο σημαντικών περασμάτων, την άμυνα ευρύτερων περιοχών, ή ακόμη και να αποτελεί σύμβολο δύναμης, όπως στην περίπτωση των σταυροφορικών κάστρων της Πελοποννήσου του 13ου αι. και εξής. Οι διαφορετικές ανάγκες και χρήσεις  που καλούνταν να εκπληρώσουν τα οχυρωματικά έργα οδήγησαν στην κατασκευή διαφορετικών κατηγοριών οχυρωμάτων: ακροπόλεις, διατειχίσματα, οχυρώσεις πόλεων, οχυρώσεις οικισμών, φρούρια, μεμονωμένοι πύργοι, πυργόσπιτα, μοναστηριακές οχυρώσεις.

Στα στρατιωτικά εγχειρίδια είναι αφιερωμένα κεφάλαια σχετικά με την κατασκευή οχυρωματικών έργων, από την επιλογή της θέσης μέχρι και τεχνικές οδηγίες για την ίδια την οχύρωση. Επί παραδείγματι, για την εύρεση της σωστής θέσης είναι απαραίτητη, σύμφωνα με τον ανώνυμο συγγραφέα του Περὶ στρατηγίας (6ος αι.), η εξέταση της καταλληλότητας του χώρου. Ακόμη κρίνεται σημαντικό ο τόπος της προς κατασκευή πόλης να είναι οχυρός, να βρίσκεται κοντά σε πόσιμο νερό, σε οικοδομικά υλικά καθώς επίσης και να παρέχει τα απαραίτητα τρόφιμα.

Τα αρχαιολογικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι για την επιλογή τη θέσης ακολουθούνταν πράγματι οι βασικές αυτές αρχές, οι οποίες ανάγονται στην αρχαιότητα, και εφαρμόζονταν με συνέπεια, με εξαίρεση τα ρωμαϊκά χρόνια και την ύστερη αρχαιότητα, από τον 6ο αιώνα κι έπειτα. Συγκεκριμένα, επιλέγονταν θέσεις σε απομονωμένους φυσικά οχυρούς βράχους ή κορυφές λόφων μικροί χερσόνησοι με στενή πρόσβαση προς τη στεριά, αλλά και θέσεις που βρίσκονται κοντά σε ποτάμια, θάλασσες ή χείμαρρους.

Η αφιέρωση κεφαλαίων για οχυρωματικά έργα στα στρατιωτικά εγχειρίδια του 6ου αιώνα αποδεικνύει αφενός τη συσσωρευμένη εμπειρία και αφετέρου το ενδιαφέρον που απέδιδε το κράτος στην κατασκευή τέτοιων έργων.  Η πρώτη βυζαντινή περίοδος ήταν άλλωστε εποχή επιδρομών και ανασφάλειας για αυτό και ο ανώνυμος συγγραφέας του 6ου αιώνα προέκρίνε τὴν ἄσφάλειαν μᾶλλον τῆς εὐπρεπείας. Στον ελλαδικό χώρο και στην Πελοπόννησο υπάρχουν παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι λόγω των σλαβικών επιδρομών, ο πληθυσμός αναζήτησε καταφύγιο, στην ορεινή ενδοχώρα, στα παράλια ή τα νησιά τα οποία μπορούσε να ελέγχει καλύτερα ο βυζαντινός στόλος.

Την ίδια περίοδο μάλιστα, αυτοκράτορες ανέλαβαν σημαντικά οικοδομικά προγράμματα στα οποία περιέλαβαν οχυρωματικά έργα. Επί αυτοκράτορα Θεοδοσίου II κατασκευάστηκαν τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, αλλά και ένα έργο μεγάλης σημασίας για την ασφάλεια ολόκληρης της Πελοποννήσου, το Εξαμίλιο Τείχος στον Ισθμό της Κορίνθου. Ο Αναστάσιος έκτισε, ενίσχυσε και βελτίωσε αρκετές οχυρώσεις στα εδάφη της αυτοκρατορίας, όπως το οχυρό Δάρας στη Μεσοποταμία, ενώ στον ίδιο έχει αποδοθεί και το διατείχισμα γνωστό ως Μακρά τείχη της Θράκης ή Αναστάσειο τείχος. Η κατασκευή και γενικότερα οι επιδιορθώσεις, οι ανακατασκευές και ενισχύσεις των κάστρων ήταν για τους Βυζαντινούς κρατική υπόθεση και έκφραση αυτοκρατορικής κυριαρχίας, γι’ αυτό και το ενδιαφέρον για τα οχυρωματικά έργα από πλευράς τους ποτέ δεν εξέλειψε.

Την φροντίδα για την υλοποίησή της κατασκευής και της συντήρησης των οχυρώσεων είχε την πρωτοβυζαντινή περίοδο ο έπαρχος πραιτωρίων (praefectus praetorio). Στα τέλη του 7ου αιώνα διαλύθηκε ο θεσμός αυτός και δημιουργήθηκε το λογοθέσιο του στρατιωτικού που ανέλαβε την χρηματοδότηση και τη φροντίδα για τις οχυρώσεις. Ο ρόλος του λογοθέτη, που διοριζόταν απευθείας από τον αυτοκράτορα, ορίζεται στα Βασιλικά λεπτομερώς. Στις πηγές αναφέρονται και άλλοι αξιωματούχοι που πιθανόν εμπλέκονταν στη διαδικασία της οικοδόμησης, διαχείρισης και διατήρησης των κάστρων, όπως οι πρωτοκένταρχοι βασιλικῶν τῶν κάστρων, καστροφύλακες, καστροκτίστες και ο δομέστιχος τῶν τειχέων. Κάποιες φορές σημαντική και καθοριστική ήταν και η συνεισφορά του  κλήρου. Παραδείγματα κληρικών υπάρχουν και για την ύστερη βυζαντινή περίοδο, λ.χ. οι επίσκοποι Νήφων Κυζίκου και Θεόληπτος Φιλαδελφείας κατεύθυναν οι ίδιοι  την άμυνα και οχύρωση των πόλεων τους.

Το κόστος κατασκευής και επισκευής ήταν ιδιαίτερα υψηλό και το επωμίζονταν τόσο το κράτος όσο και οι πολίτες. Καλυπτόταν δε οικονομικά εν μέρει και με την επιβολή στους πολίτες μιας μορφής αγγαρείας, της καστροκτισίας, η οποία συνίστατο στην υποχρεωτική παροχή εργασίας, και πιθανόν και υλικών. H πρώτη αναφορά του όρου εντοπίζεται σε έγγραφο του 995. Εκτός από την καστροκτισία ενίοτε επεβλήθησαν και κάποιοι άλλοι φόροι όπως το δικέρατον, το φλωριατικόν και το ἀβιωτίκιον. Την περίοδο της Ενετοκρατίας υπήρχε παρόμοιος θεσμός με την καστροκτισία, αλλά και αργότερα στους οθωμανικούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε εξίσου η αναγκαστική παροχή προσωπικής εργασίας, χρημάτων, πρώτων υλών, εργαλείων και υποζυγίων. Ασφαλώς στο εργατικό δυναμικό εντάσσονταν και οι στρατιώτες. Για την ανακαίνιση των οχυρώσεων θα χρησιμοποιούνταν ακόμη και έμμισθο εργατικό προσωπικό, ενώ δεν αποκλείεται και η εθελοντική προσφορά. Η σημασία του θεσμού της καστροκτισίας για την κατασκευή και επισκευή των οχυρώσεων αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι δύσκολα υπόκειτο σε φορολογικές απαλλαγές. Αντίθετα υπάρχει περίπτωση (Μονεμβασιάς κατά τον 15ο αι.) που ο φόρος για τα εμπορεύματα επιτρέπόταν να μην αποδίδεται στο κράτος αλλά να διατίθεται για το κτίσιμο και την συντήρηση του τείχους. Ακόμη, άνθρωποι με πλούτο συνεισέφεραν οικονομικά στην κατασκευή ή επισκευή των οχυρώσεων. Επίσης, όπως υποδεικνύει η περίπτωση της Μονεμβασιάς, δεν αποκλείεται σε περίπτωση θανάτου κάποιου κατοίκου, ο οποίος δεν είχε αφήσει διαθήκη ή κληρονόμους, η περιουσία του να περιερχόταν στο κράτος για την κάλυψη των αμυντικών της δαπανών. Τέλος, την κατασκευή οχυρών κατοικιών χρηματοδοτούσαν και πλούσιοι γαιοκτήμονες και υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι.

Για την κατασκευή ενός οχυρωματικού έργου απαιτούνταν πλήθος ειδικευμένων και ανειδίκευτων  τεχνιτών, όπως κτίστες, λιθοξόοι, ξυλουργοί, βοηθοί. Παρόλα αυτά, τα στοιχεία που έχουμε για τον αριθμό του ανθρώπινου δυναμικού είναι μάλλον πενιχρά. Προκειμένου να κατασκευαστεί κάποιο οχυρωματικό έργο -αλλά και για βιοποριστικούς λόγους-  δεν αποκλείεται τα οικοδομικά συνεργεία να μετακινούνταν σε ευρύτερες από τον τόπο διαμονής τους περιοχές. Αυτό πιθανόν υποδεικνύει το γεγονός ότι οι μεμονωμένοι πύργοι με αντηρίδες στις όψεις τους απαντούν στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. Σε περιπτώσεις εγκατάστασης νέων κυριάρχων σε έναν τόπο συνήθης είναι η μετακίνηση εξειδικευμένου προσωπικού. Αυτό πιστοποιείται για παράδειγμα από μορφολογικά κατασκευαστικά στοιχεία σταυροφορικών κτηρίων στην Πελοπόννησο. Όσον αφορά στον χρόνο που απαιτούνταν για την κατασκευή ενός οχυρωματικού έργου αυτός ήταν συνάρτηση του ανθρώπινου δυναμικού, του υπάρχοντος οικοδομικού υλικού, του μεγέθους ενός έργου, αλλά και της αμεσότητας ή μη του κινδύνου. Κατά γενική πάντως παραδοχή δεν χρειαζόταν μεγάλο χρονικό διάστημα.

Σημαντικό ρόλο στην κατασκευή των κάστρων παίζουν οι αρχιτέκτονες και οι μηχανικοί. Στα Τακτικά του αυτοκράτορα Λέοντα Στ΄ περιγράφεται με λεπτομέρεια ο ρόλος τους, όμως, όπως για τους περισσότερους επαγγελματίες που ασχολούνταν με καλλιτεχνικά και τεχνικά επαγγέλματα έτσι και για τους αρχιτέκτονες, μηχανικούς, αρχιμάστορες και οικοδόμους ελάχιστα ονόματα είναι γνωστά. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τους εμπλεκόμενους με την κατασκευή οχυρωματικών έργων. Γνωστό είναι το όνομα του Βικτωρίνου που σώζεται σε επιγραφή του 6ου αι. σχετική με το Εξαμίλιο Τείχος. Η κατάσταση όσον αφορά στην ανωνυμία ή επωνυμία αρχιτεκτόνων έργων στρατιωτικής αρχιτεκτονικής αλλάζει από τον 15ο αιώνα κι έπειτα οπότε η οχυρωματική αρχιτεκτονική, χάρη στη συνεισφορά μεγάλων αναγεννησιακών προσωπικοτήτων και εξειδικευμένων μηχανικών, όπως για παράδειγμα ο Leonardo Da Vinci, ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Antonio da Sagngallo, ο Michele Sanmicheli, προάγεται σε εξειδικευμένο κλάδο. Γνωστοί είναι, μεταξύ άλλων, o πρωτομάστορας Μανουήλ Κουντής ή Κωνσταντίνος Μανόλης που έκτισε τμήμα τείχους της Ρόδου το 1457, και μηχανικοί που έκτισαν διάφορα τμήματα της Ακροναυπλίας όπως ο Antonio Gambello, ο La Salle, o Levasseur, o Albergetti, o Da Silva. Οι αρχιτέκτονες-μηχανικοί έπαιζαν σημαντικό ρόλο στον σχεδιασμό μιας οχύρωσης. Τα κάστρα της Πελοποννήσου, κατά τη βυζαντινή περίοδο, αλλά και μετά το 1204, κατά κανόνα ακολουθούσαν ως προς την κάτοψη τη φυσική οχύρωση της θέσης. Υπήρχαν, όμως, και κάστρα στα οποία κατεβλήθη προσπάθεια γεωμετρικής χάραξης, έστω προσαρμοσμένης στη θέση (Χλεμούτσι, Καρύταινα). Τα οχυρωματικά έργα που κατασκευάζονται βάσει σχεδίου είναι κατεξοχήν τα ενετικά.  

Σημαίνοντα ρόλο στην κατασκευή των οχυρώσεων, όπως και κάθε είδους αρχιτεκτονημάτων, από τη ρωμαϊκή εποχή κι έπειτα παίζει το κονίαμα, ως συνδετικό υλικό. Την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, μέχρι και τον 6ο αιώνα, ο κανόνας για την τοιχοδομία των οχυρώσεων ήταν η χυτή μεταξύ κτιστών πλευρών. Οι λιθόπλινθοι των κτιστών πλευρών μπορεί να εναλλάσσονταν με σειρές πλίνθων, οι οποίες μάλιστα διαπερνούσαν το λιθόδεμα όπως για παράδειγμα στα θεοδοσιάνεια τείχη της Κωνσταντινούπολης και σε ορισμένα τμήματα τειχών του Ακροκορίνθου που πιθανόν ανήκουν σε αυτή την περίοδο, ή μπορεί να τοποθετούνταν κατά το ορθογώνιο σύστημα δομής, όπως για παράδειγμα στο Εξαμίλιο τείχος. Ακόμη μπορεί να επαναχρησιμοποιούνταν με ιδιαίτερη επιμέλεια αρχαίοι λιθόπλινθοι, όπως για παράδειγμα στην Λάρισα Άργους και τον Ακροκόρινθο.

Σημαντικές για το σύστημα τοιχοδομίας υπήρξαν οι αραβικές επιδρομές στη Μ. Ασία, οπότε και προκειμένου να αντιμετωπιστεί γρήγορα ο κίνδυνος, κατασκευάζονταν οχυρώσεις στις οποίες οι κτιστές πλευρές δεν διέφεραν από τον πυρήνα. Οι όψεις δηλαδή των τειχών δεν κατασκευάζονταν με επιμέλεια αλλά χρησιμοποιούνταν αδρά επεξεργασμένοι λίθοι ή ακόμη και αργοί, όπως υποδεικνύει τμήμα των τειχών του Ακροκορίνθου που θα μπορούσε ενδεχομένως να τοποθετηθεί χρονικά στους μεταβατικούς αιώνες. Για την εξομάλυνση της επιφάνειας χρησιμοποιούνταν γέμισμα από μικρότερους λίθους και άφθονο συνδετικό υλικό. Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαίτερης σημασίας καθώς τα κάστρα μπορούσαν πλέον να κτίζονται με σχετική ευκολία, οικονομία και ταχύτητα χωρίς ωστόσο να χάνουν την σταθερότητα και την λειτουργικότητά τους. Βέβαια αν υπήρχε καλή πέτρα, χρήματα, χρόνος και ικανότητες τότε μπορούσαν ακόμη οι βυζαντινές οχυρώσεις ή τουλάχιστον τα πλέον προβεβλημένα τμήματά τους να επιδείξουν κομψότητα (ενδεικτικό παράδειγμα: μεσοβυζαντινά τμήματα του Ακροκορίνθου). Σημειώνουμε εδώ ότι η χρήση σειράς πλίνθων στους οριζόντιους αρμούς χρησιμοποιείται ακόμη και όταν οι λίθινοι δόμοι είναι αργοί. Το κτίσιμο οχυρώσεων με ταυτόχρονη χρησιμοποίηση διαφορετικών συστημάτων τοιχοδομίας ήταν χαρακτηριστικό της μεσοβυζαντινής αρχιτεκτονικής και ιδιαίτερα διαδεδομένο την κομνήνεια περιόδο και μάλιστα την εποχή του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού. Στο ίδιο διάστημα προσγράφεται άλλωστε και η τοιχοδομία με εναλλαγή αδρά λαξευμένων λίθων και πλίνθων αμελώς τοποθετημένων στους οριζόντιους αρμούς.

Μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Σταυροφόρους και την ίδρυση του φράγκικου Πριγκηπάτου της Αχαΐας κτίστηκαν πολυάριθμα κάστρα για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των φεουδαρχών. Τα κάστρα σε σύντομο χρονικό διάστημα περασαν στα χέρια των Βυζαντινών. Ωστόσο, η έλλειψη συστηματικής καταγραφής, ανασκαφικής έρευνας και νεώτερων δημοσιεύσεων,  η έλλειψη πηγών για αυτή την ταραγμένη και ανασφαλή περίοδο με εξαίρεση  το Χρονικόν του Μορέως, οι επάλληλες ανακατασκευές και επισκευές των κάστρων μέσα στους αιώνες, οι παρόμοιοι τρόποι δομής (αργοί ή αδρά επεξεργασμένοι λίθοι συνδεδεμένοι με κονίαμα και θραύσματα κεραμίδων, πλίνθων ή μικρότερων λίθων) καθιστούν δυσχερή την απόδοση συγκεκριμένων κατασκευαστικών μεθόδων σε παραδόσεις ή εργαστήρια.  Σε γενικές γραμμές οι Φράγκοι κυρίαρχοι για την ανέγερση των κάστρων χρησιμοποιούν κατεξοχήν το ντόπιο εργατικό προσωπικό και οικοδομικό υλικό. Αν τα κάστρα κτίζονταν κοντά σε θέσεις όπου υπήρχε πρωιμότερο υλικό αυτό χρησιμοποιούνταν και στους αρμούς τοποθετούνταν μικρότεροι λίθοι ή ακόμη και πλίνθοι. Οι μεγαλύτεροι, και καλύτεροι λίθοι χρησιμοποιούνταν ως γωνιαίοι ή στις βάσεις των τοίχων. Αν απουσίαζαν από τη θέση αρχαίοι λίθοι χρησιμοποιούνταν ντόπιοι λιγότερο ή περισσότερο κανονικοί σε διάφορα μεγέθη και σχήματα. Στους αρμούς, επίσης,  χρησιμοποιούνταν θραύσματα πλίνθων χωρίς όμως καμία κανονικότητα, ακόμη και στην περίπτωση που τοποθετούνται σε οριζόντιες σειρές, όπως για παράδειγμα στο Χλεμούτσι και τη Λάρισα, και δεν παρουσιάζουν την κανονικότητα και τις αναλογίες των μεσοβυζαντινών τοιχοποιιών. Λίθοι με επιμέλεια χρησιμοποιούνταν κυρίως στα ανοίγματα.

Οι αιώνες που ακολουθούν την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Οθωμανούς χαρακτηρίζονται από την καθιέρωση των πυροβόλων όπλων, συχνούς πολέμους μεταξύ Οθωμανών και Ενετών και εναλλαγή στην κυριαρχία τους.  Η κατάσταση αυτή είχε μεν άμεσο αντίκτυπο και στις οχυρώσεις ως προς τις χαράξεις και την κατασκευή για να ανταποκρίνεται στις εξελίξεις της πολεμικής τεχνολογίας, ωστόσο ως προς τα υλικά δομής εξακολουθησαν να  χρησιμοποιούνται παραλλαγές αργολιθοδομών. Με ασφάλεια μπορούν να αποδοθούν στη Β΄ Ενετοκρατία τείχη κατασκευασμένα με ένα μικτό σύστημα το οποίο συνίσταται σε ζώνη με επιμήκεις  λίθους λαξευμένους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δίνεται η εντύπωση αρχαίου υλικού, η οποία ακολουθείται από ζώνη με λίθους κατά το ορθογώνιο σύστημα δομής (προμαχώνας Mocenigo, Ακροναυπλία).

Συνήθης πρακτική σε όλες τις περιόδους ήταν η επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση παλαιότερου οικοδομικού υλικού, σε όλα τα σημεία των οχυρώσεων.

Οι κατασκευαστές των οχυρώσεων φαίνεται πως λάμβαναν υπόψη τους την αισθητική. Τα κάστρα ήταν άλλωστε όχι μόνο μέσα προστασίας των κατοίκων αλλά και φορείς άσκησης της εξουσίας. Ακόμη και η φυσική θέση στην οποία κτίζονταν προκαλούσε εντύπωση και λειτουργούσε αποτρεπτικά (για τους επιτιθέμενους) ή ενισχυτικά (για τους αμυνόμενους). Γι’ αυτό και στις τοιχοποιίες ενσωματώνονταν γλυπτά, διακοσμημένα αρχιτεκτονικά μέλη και ανάγλυφα οικόσημα. Πλίνθινα στοιχεία δημιουργούσαν διακοσμητικά μοτίβα όπως για παράδειγμα σταυρούς. Τα στοιχεία αυτά έχοντας συμβολική και ιδεολογική διάσταση συνέβαλλαν όχι μόνο σε ένα ιδιαίτερο αισθητικό αποτέλεσμα αλλά μπορεί να ενεργούσαν και αποτρεπτικά. Οι επιγραφές στα τείχη λειτουργούν όχι μόνο ενημερωτικά αλλά και πολιτικά και ιδεολογικά. 

Το κάστρο στον πόλεμο

Ἀποκρεμᾶν δὲ κατὰ τῶν προμαχώνων ξύλα βαρέα πάνυ, κορμία, καὶ μύλους λιθίνους διὰ σχοινίων ἵνα, ἐὰν προσάψωσι σκάλας εἰς τὰ τείχη, κοπτομένων τῶν σχοινίων ἐπιπέσωσιν ἐπάνω τῶν ἀναβαινόντων καὶ διαφθείρωσιν αὐτοὺς. τοῦτο δὲ ἐν κύκλῷ τοῦ τείχους γενέσθαι κελεύομεν καὶ μηδένα λείπειν προμαχῶνα, εἰ δυνατόν, ὅστις οὐκ ἔχει ἤ λίθον βαρύτατον ἤτοι μύλον ἤ ξύλον μακρὸν καὶ βαρὺ πάνυ, δυνάμενον συντρίψαι καὶ σκάλαν καὶ τοὺς ἐπ’ αὐτῆς ἀναβαίνοντας.

Λέων Στ΄

Σημαντικά στοιχεία για τους πολέμους αντλούμε από τα στρατιωτικά εγχειρίδια που διασώζουν για ορισμένες περιόδους της βυζαντινής αυτοκρατορίας άφθονο πληροφοριακό υλικό. Επίσης, στοιχεία προκύπτουν και από άλλα ιστορικά κείμενα. Έτσι η προέλευση των πληροφοριών μπορεί να προέρχεται από αυτοκράτορες, ιερωμένους, στρατιωτικούς. 

Στο Βυζάντιο δεν γίνεται διάκριση μεταξύ στρατηγικής που αφορά στη διοίκηση του στρατού σε περίπτωση πολέμου και τακτικής που αφορά στην παράταξη και προετοιμασία του στρατεύματος για τη μάχη. Σημαντικά ήταν τα θέματα πολιορκίας ή άμυνας πόλεων και οι πολεμικές μηχανές.

Πιο επιθετική γίνεται τον 10ο αι. η στρατιωτική πολιτική του βυζαντινού κράτους προκειμένου να αντιμετωπιστεί κατά κύριο λόγο η αραβική απειλή.

Τα εγχειρίδια περιλαμβάνουν και οδηγίες για τους υπερασπιστές ενός κάστρου. Κατεξοχήν τέτοιες οδηγίες περιλαμβάνει το κείμενο ανωνύμου συγγραφέα, πιθανόν του πρώτου μισού του 10ου αι., γνωστό ως De obsidione toleranda.  Οι πολιορκούμενοι καλούνται γενικά να λάβουν μέτρα πρόληψης φθορών, λιμού, προδοσίας και να εκμεταλλευτούν τυχόν απροσεξίες των επιτιθεμένων.  Σημαντικός παράγων για την εξέλιξη μιας πολιορκίας, τόσο για τους αμυνόμενους όσο και για τους πολιορκητές, είναι η επάρκεια σε νερό και τρόφιμα, γι αυτό και οι δύο πλευρές λαμβάνουν μέτρα συγκέντρωσής τους αλλά και αποκοπής από τη δυνατότητα ανεφοδιασμού του αντιπάλου.    

Τα στρατιωτικά εγχειρίδια αφιερώνουν μικρά τμήματα στον τομέα της πολιορκητικής τέχνης, μολονότι η κατάληψη ή αντίστροφα η απώλεια ενός κάστρου είχε σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις τόσο για τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής που αυτό επόπτευε όσο και για τον πληθυσμό. Η κατάκτηση μιας οχυρωμένης πόλης μπορούσε να επιτευχθεί με τον συνδυασμό ποικίλων μεθόδων που περιελάμβαναν αποκλεισμό, ξαφνικές επιθέσεις, τεχνάσματα και άμεσες επιθέσεις στα τείχη.

Ένα οχυρό, εκτός από τον έλεγχο ενός περάσματος ή μιας ευρύτερης περιοχής αντιμετωπίζει τις εχθρικές επιθέσεις εξασφαλίζοντας την ασφάλεια των κατοίκων του. Τις αμυντικές δυνατότητες ενός κάστρου ενισχύουν παθητικά και ενεργητικά στοιχεία άμυνας, όπως οι περίβολοι, η ακρόπολη, οι πύργοι, οι πύλες, οι τοξοθυρίδες, οι επάλξεις. Όμως κατά τη διάρκεια μιας πολιορκίας οι αμυνόμενοι μπορούσαν να επαυξάνουν τις αμυντικές δυνατότητες των τειχών κρεμώντας από αυτά βαρείς λίθους ή άλλα βαριά αντικείμενα από σχοινιά τα οποία έκοβαν προκειμένου να συντρίψουν όσους προσπαθούσαν να ανέβουν στα τείχη.

Για μια πολιορκία χρειάζονταν σκάλεςκριοίφορητοί πύργοι, οι διαφόρων τύπων και μορφώνχελώνες,  και άλλα πολιορκητικά μηχανήματα με τα οποία εκτόξευαν βέλη και λίθους όπως οιβαλλίστρες και οι όναγροι καθώς και αγγεία που περιείχαν εύφλεκτες ύλες και εκτοξεύονταν στους εχθρούς. Την ύστερη βυζαντινή περίοδο χρησιμοποιούνται εκτοξευτικές μηχανές που αναφέρονται σε πηγές με νέους όρους, μαγγανότζαγγρα και πρέκουλα  και οι οποίες αποδεικνύουν ότι οι Βυζαντινοί είχαν υιοθετήσεις τις δυτικές εξελίξεις στην πολεμική τεχνολογία. Με τις μηχανές αυτές αλλά και άλλα μέσα και εργαλεία επιτυγχάνεται η άνοδος των πολιορκητών στα τείχη του πολιορκούμενου κάστρου, η καταστροφή των θυρών των πυλών,η διάνοιξη σηράγγων για την υπονόμευση των θεμελίων των τειχών, και εν τέλει η κατάληψη ενός κάστρου. Πιστεύεται ότι η έμφαση που δίδεται στα στρατιωτικά εγχειρίδια στην υπονόμευση των τειχών, σχετίζεται με την αδυναμία των μέσων που διέθεταν οι Βυζαντινοί για να καταστρέφουν με διαφορετικό τρόπο τα τείχη.

Τα όπλα αυτά, παρά τις όποιες εξελίξεις, αποσκοπούσαν σε ευθείες ή κάθετες βολές και είχαν μικρή κρουστική δύναμη, με αποτέλεσμα τα κάστρα να μην παρουσιάζουν παρά μικρές αλλαγές. Ουσιαστικά δηλαδή εφαρμόζονται οι ίδιοι βασικοί κανόνες από την ύστερη αρχαιότητα- ψηλά κατακόρυφα τείχη που διακόπτονται από πύργους κατά διαστήματα-, αλλά προσαρμόζονται στις εκάστοτε ανάγκες και εξελίξεις της πολεμικής τεχνολογίας. Επί παραδείγματι τον 5ο αιώνα προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι κριοί και οι καταπέλτες εμφανίζονται οι τριγωνικοί και πενταγωνικοί πύργοι.

Σημαντική εξέλιξη για την έκβαση μιας πολιορκίας αποτελεί η διάδοση της πυρίτιδας σε ευρωπαϊκά εδάφη τον 14ο αι. και η καθιέρωση των πυροβόλων όπλων, η οποία συνέβαλε μεταξύ άλλων στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Η εξέλιξη μάλιστα αυτή στην πολεμική τεχνολογία επέβαλε σημαντικές αλλαγές και στην οχυρωματική τέχνη, που έκτοτε θα προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα των όπλων μέσω βελτιώσεων, ενισχύσεων, προσθηκών και γενικά  εφαρμογή νέων κανόνων.

Το κάστρο στην ειρήνη

Ἡ πολιτεία κοιμᾶται. Μονάχα μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου θὰ σημάνει τὸ βούκινο ψηλὰ στὶς βίγλες κ' οἱ πόρτες τῶν τειχιῶν θ' ἀνοίξουν. Τότε ἕνας κόσμος ἀνάκατος θ' αρχίσει να ξεχύνεται στοὺς δρόμους, να βουΐζει σὰν ποτάμι καὶ νὰ διασταυρώνεται κάτω ἀπὸ τὴ μεγάλη καμάρα τῆς πύλης ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐξοχή. Χωριάτες μὲ τὰ πουλερικὰ τους θὰ μπαίνουνε γιὰ τὴν ἀγορά, πραματευτῆδες καβαλικεμένοι πάνω σε μοῦλες κατάφορτες, καλόγεροι Ρωμιοὶ καὶ Φράγκοι.

Α. Τερζάκης, Ἡ πριγκηπέσσα Ἰζαμπώ

Τα οχυρωματικά έργα κατά τη διάρκεια της χρήσης τους αποτέλεσαν το σκηνικό ποικίλων εκφάνσεων της καθημερινής ζωής, όπως οικιστικές, θρησκευτικές, εμπορικές, οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες. Οι οχυρώσεις προσέφεραν στους κατοίκους το αίσθημα της ασφάλειας, επιτρέποντας τους να ζουν, να εργάζονται, να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, να διασκεδάζουν και να μορφώνονται, έχοντας ως κοινό γνώμονα όλων των δραστηριοτήτων αυτών τα τείχη. Λιγοστές είναι οι πληροφορίες που συγκεντρώνουμε για αυτές τις διαφορετικές πλευρές της καθημερινότητας λόγω της σπανιότητας άμεσων αναφορών στις ιστορικές πηγές (όπως βίοι αγίων, αναφορές περιηγητών), αλλά και λόγω της σχετικής έλλειψης ανασκαφών και εκτίμηση των δεδομένων.

Την πρώιμη βυζαντινή περίοδο πραγματοποιούνται ουσιώδεις αλλαγές στις οικονομικό-κοινωνικές δομές της αυτοκρατορίας. Η ανασφάλεια εντείνεται λόγω των βαρβαρικών επιδρομών, και σε θρησκευτικό επίπεδο ο Χριστιανισμός και ο ρόλος των επισκόπων αυξάνουν τη σημασίας τους. Όλα αυτά έχουν άμεσο αντίκτυπο στο αστικό και γενικότερα στο δομημένο περιβάλλον. Έως τα τέλη του 5ου αιώνα οι πόλεις συνήθως χαρακτηρίζονται από ένα κανονικό πολεοδομικό σύστημα στο οποίο κυριαρχούν οι δύο κύριες οδικές αρτηρίες που τέμνονται κάθετα, η decumanus και η cardo maxima. Στο κέντρο των πόλεων εντοπίζονται οι αγορές που περιλαμβάνουν σημαντικά δημόσια κτήρια, καταστήματα και χώρους υγιεινής και αναψυχής. Οι χώροι λατρείας των εθνικών εξακολουθούν να υφίστανται σε κεντρικά σημεία της πόλης. Αντίθετα τα ιδιωτικά ενδιαιτήματα καταλαμβάνουν χώρους στην περίμετρο του κέντρου, οργανωμένα συνήθως σε νησίδες.

H αποδυνάμωση των κουριών σε συνδυασμό με την εδραίωση του Χριστιανισμού ήδη πριν το ξεκίνημα του 6ου συντελούν στην διαφοροποίηση της εικόνας των πόλεων. Πλέον ανεγείρονται ναοί μεγάλων διαστάσεων που δεν λαμβάνουν υπόψη τους την πολεοδομική κανονικότητα, ενώ παράλληλα υποβαθμίζονται οι αγορές, τα fora. Για τις ιδιωτικές κατοικίες περισσότερες πληροφορίες είναι γνωστές για τα πλούσια σπίτια, καθώς οι οικίες των οικονομικά ασθενέστερων τάξεων ήταν κατασκευασμένες με ευτελέστερα υλικά. Οι κατοικίες των ευπορότερων αποτελούνται από πολλά δωμάτια και διαθέτουν μια περίστυλη συνήθως αυλή ή ακόμη και περισσότερες από μια αυλές (μία εκ των οποίων μπορεί να είναι περίστυλη). Ακόμη κάποιες από αυτές τις κατοικίες δεν έχουν αυλή αλλά έναν διάδρομο με χρήση αυλής. Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο των οικιών αυτών είναι ο τρίκλινος ή τρικλίνιον, δηλαδή ο κυριότερος χώρος υποδοχής και εστίασης που στη μια στενή του πλευρά απολήγει σε αψίδα στην οποία ανοίγονται διακοσμητικές κόγχες. Κάποιες κατοικίες τις περιόδου διαθέτουν περισσότερα από ένα τρικλίνια ανάλογα με το ποιος τα χρησιμοποιεί, όπώς τα ανδρικά και γυναικεία τρικλίνια, ή την εποχή κατά την οποία χρησιμοποιούνται. Οι πλούσιες κατοικίεςεντυπωσιάζουν με τον πολυτελή διάκοσμό τους.

Οι σωζόμενες κατοικίες από τα μεσοβυζαντινά χρόνια κι έπειτα είναι εξίσου λίγες και σε ερειπιώδη κατάσταση. Σε σχέση με τα ίδια τα τείχη της πόλης έπρεπε τα διάφορα οικήματα να μην ακουμπούν στα τείχη. Σε βυζαντινά κείμενα (Κεκαυμένος) η περιγραφή είναι ξεκάθαρη: «Τὰ δὲ τείχη τοῦ κάστρου ἔστωσαν ἐλεύθερα». Ωστόσο η αρχή αυτή δεν τηρούνταν πάντοτε. Η ανυπαρξία πολεοδομικούσχεδιασμού έδινε στις πόλεις και τους οικισμούς μια εικόνα αταξίας με τις κατοικίες άλλοτε να είναι διεσπαρμένες στο χώρο και άλλοτε να συνωστίζονται με μεσοτοιχίες. Τα σπίτια κατασκευάζονταν μάλλον χωρίς κάποιο σχέδιο, με τον δυναμικό τρόπο προκειμένου να ανταπεξέρχονται στις εκάστοτε ανάγκες και κυρίως με χρήση ευτελών υλικών.

Ασφαλώς οι οικονομικά πιο εύρωστοι υπήκοοι διέμεναν σε πολυτελέστερες κατοικίες. Ο συνηθέστερος τύπος οικιών χαρακτηρίζεται από δωμάτια γύρω από μια αυλή, χωρίς όμως περιστύλιο. Συνήθως είναι διώροφα και ο κάτω όροφος χρησιμοποιείται για αποθηκευτικούς σκοπούς. Για την ύστερη βυζαντινή περίοδο τα καλύτερα σωζόμενα παραδείγματα σπιτιών είναι αυτά του Μυστρά, τα οποία όμως χαρακτηρίζονται από μια τάση για άνεση, εμφανή στην ύπαρξη εστιών, αποχωρητηρίων, κτιστών κλιμάκων. Η ταραχώδης υστεροβυζαντινή περίοδος οδήγησε και στην κατασκευή οχυρών κατοικιών με τη μορφή πύργων, ενώ και σε απλούστερες κατοικίες φαίνεται πως δόθηκε προσοχή στην ασφάλεια, λ.χ. σπίτια στο Μουχλί είχαν τοξοθυρίδες. Αλλά και αργότερα κατά την οθωμανική περίοδο κτίζονται σπίτια, τα πυργόσπιτα, τα οποία διατηρούν πολλά από τα αμυντικά στοιχεία των πύργων, ενώ ενίοτε μπορεί να αυξάνουν την αμυντική δυνατότητά τους μέσω της προσθήκης γωνιακών κυλινδρικών πυργίσκων.

Κέντρο της ζωής των ανθρώπων ήταν η σχέση τους με το Θεό, την Θεοτόκο και τους αγίους. Εκτός από του ναούς οι άνθρωποι πραγμάτωναν την προσωπική επικοινωνία τους με το Θεό και στις ιδιωτικές κατοικίες τους. Τα φτωχότερα νοικοκυριά είχαν στην κατοχή τους μια ή περισσότερες εικόνες και όχι ειδικά παρεκκλήσια για ιδιωτική λατρεία. Η ευσέβεια των ανθρώπων της εποχής αποδεικνύεται όμως και από άλλα αντικείμενα κατεξοχήν προσωπικά, όπως εικονίδια, φυλαχτά, σταυρούς, εγκόλπια με θρησκευτικές παραστάσεις. Ακόμη και δαχτυλίδια έφεραν επιγραφή με επίκληση στα θεία.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η συμβίωση ετερόκλητων θρησκευτικά και εθνικά πληθυσμών. Φαίνεται ότι αυτοί αν και στην ίδια πόλη εγκαταβιούσαν σε διακριτά τμήματα των οχυρωμένων πόλεων και κάστρων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ναυπλίου όπου μετά την φράγκικη κατάκτηση κτίστηκε στην πόλη τείχος που ξεχώριζε τη φράγκικη από την ελληνική συνοικία. Αλλά και αργότερα κατά την οθωμανική περίοδο συνέβαινε το ίδιο. Στον Ακροκόρινθο λ.χ. οι κάτοικοι διαβιούν χωριστά, οι μεν ορθόδοξοι στο χώρο μεταξύ δεύτερης και τρίτης πύλης, ενώ οι μουσουλμάνοι κάτοικοι στο χώρο μετά την τρίτη πύλη.

Διαχρονικά η αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή αποτελούσε την βασική δραστηριότητα στην καθημερινότητα της πλειοψηφίας των κατοίκων εντός και εκτός των τειχισμένων πόλεων και οικισμών. Τα προϊόντα από αυτές τις δραστηριότητες, πρόσφεραν στους κατοίκους αυτάρκη διαβίωση αλλά και τη δυνατότητα εμπορικής εκμετάλλευσής τους. Γνωστά αγροτικά προϊόντα από την Πελοπόννησο είναι ο οίνος, το λάδι, τα μεταξωτά.  Παράλληλα εντός των τειχισμένων πόλεων και οικισμών λάμβαναν χώρα και  βιοτεχνικές δραστηριότητες.  Μια από τις πόλεις της Πελοποννήσου με ανθηρό εμπόριο και βιοτεχνικά εργαστήρια είναι η Κόρινθος. Γνωστά είναι τα εργαστήρια παραγωγήςκεραμικών και γυαλιού από αυτή την πόλη. Ενδεχομένως στην ίδια πόλη να γινόταν επεξεργασία χρυσού και ορείχαλκου. Άλλες γνωστές πόλεις της Πελοποννήσου με ιδιαίτερη άνθηση τα μεσοβυζαντινά χρόνια, χώρες προεστές σύμφωνα με το Χρονικόν του Μορέως, ήταν η Βελιγοστή και το Νύκλι. Εκτός από τις μόνιμες εγκαταστάσεις που εξυπηρετούν τις εμπορικές δραστηριότητες (καταστήματα, εργαστήρια) στις πόλεις υπήρχαν και προσωρινές, οι οποίες όμως δεν έχουν αφήσει υλικά κατάλοιπα. Προσωρινές αγορές βρίσκονταν εύκολα και εκτός των τειχών. Ένας σημαντικός θεσμός για την οικονομία ήταν και οι πανηγύρεις και δη οι εμποροπανηγύρεις που τελούνταν προς τιμήν ενός αγίου. Από τις πιο γνωστές εμποροπανηγύρεις, μεταξύ άλλων είναι αυτή που ετελείτο, όπως διηγείται η γαλλική παραλλαγή του Χρονικού του Μορέως στο Λιβάδι των Βερβένων κατά την εορτή της Αναλήψεως. Στην αραγωνική παραλλαγή του Χρονικού, γινεται λόγος για δύο ακόμη εμποροπανηγύρεις που πραγματοποιούνταν η μια σε εκκλησία στο Νίκλι (ίσως στον ναό της Παλαιάς Επισκοπής Τεγέας) και η άλλη σε εκκλησία μερικά χιλιόμετρα μακρύτερα.

Το κάστρο στην τέχνη

Όλα τα κάστρα τα είδα κι ούλα τα ’δειρα,

Σαν της Ωριάς το κάστρο κάστρο δεν είδα,

Να΄χει ασημένιες πόρτες κι αργυρά κλειδιά.

Τούρκοι το πολεμούσαν χρόνους δώδεκα,

Το κάστρο δεν πατιέται δίχως προδοσιά.

Στην βυζαντινή κοσμική και θρησκευτική εικονιστική τέχνη όλων των περιόδων, οι απεικονίσεις οχυρωμένων πόλεων ή πύργων περιλαμβάνονται σε τοιχογραφίες, εντοίχια και επιδαπέδια ψηφιδωτά, σε χειρόγραφα, εικόνες, νομίσματα και έργα μικροτεχνίας. Τα απεικονισμένα κάστρα άλλοτε αποδίδουν μια οχυρωμένη πόλη, άλλοτε είναι σύμβολα και άλλοτε απλώς διακοσμούν ένα θέμα. Οχυρώσεις χρησιμοποιούνται ως εικονογράφηση ιστορικών κειμένων (π.χ. Σύνοψη Ιστοριών Σκυλίτζη) και λογοτεχνικών έργων (π.χ. Διήγημα Αλεξάνδρου), σε παραστάσεις με αυτοκρατορικούς θριάμβους – adventus, καθώς και σε χαρτογραφικές παραστάσεις (π.χ. Πευτιγγεριανός κώδικας, ψηφιδωτός χάρτης της Μαδηβάς/Madaba).

Χαρακτηριστικό παράδειγμα απεικόνισης περιτειχισμένης πόλης αποτελεί το ομοίωμα της Κωνσταντινούπολης που προσφέρει στη Θεοτόκο ο Μέγας Κωνσταντίνος στο περίφημο ψηφιδωτό στην Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης. Στη θρησκευτική εικονογραφία, τείχη εικονίζονται σε σκηνές από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, π.χ. σε χειρόγραφα με πατερικά έργα.

Οι περιτειχισμένες πόλεις της βυζαντινής τέχνης αποτελούν συνέχεια  της τέχνης της ύστερης αρχαιότητας. Διατηρείται το σχήμα «κλειστός περίβολος από ψηλά τείχη με πύργους και πύλη προστατευόμενη από δύο πύργους» αλλά εμφανίζονται και παραλλαγές με διαφοροποιήσεις ως προς το σχέδιο της κάτοψης, τη μορφή των πύργων αλλά και την προσθήκη κτηρίων στο εσωτερικό του περιβόλου. Οι οχυρωμένες πόλεις αποτελούν το σκηνικό για γεγονότα που εκτυλίσσονται είτε εντός τειχών είτε στην ύπαιθρο. Αντίστοιχα, ορισμένες φορές λείπει κάποιο τμήμα των τειχών για να προβάλλονται όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό της πόλης, ενώ, αν η σκηνή διαδραματίζεται εκτός των τειχών, η οχυρωμένη πόλη μπορεί να παριστάνεται στο βάθος της παράστασης ή δίπλα στις μορφές, σε ίδιο μάλιστα μέγεθος.

 Αν και οι οχυρωμένες πόλεις και πύργοι αποδίδονται συνήθως συνοπτικά και σχηματικά και αναγνωρίζονται από τη συνοδευτική επιγραφή, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και παραστάσεις με απόδοση πραγματικών στοιχείων. Στον ψηφιδωτό χάρτη της Μαδηβάς-Madaba με την απεικόνιση της Ιερουσαλήμ, εύκολα αναγνωρίζονται στοιχεία του πολεοδομικού ιστού της πόλης: η Cardo Maxima, η κεντρική αρτηρία, με τις κιονοστοιχίες, ο ναός της Αναστάσεως που διακόπτει την κιονοστοιχία, η πύλη του Αγίου Στεφάνου με πλατεία έμπροσθεν της.

Στην περίφημη ψηφιδωτή παράσταση του τυμπάνου πάνω από τη νότια πύλη του εξωνάρθηκα της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄ προσφέρει στη Θεοτόκο ομοίωμα της Πόλης, της οποίας οι θύρες κοσμούνται με σταυρό και ο Ιουστινιανός Α΄ του ναού της Αγίας Σοφίας. Η πόλη παρουσιάζεται έτσι ως ιερός χώρος, που τίθεται υπό την προστασία της Παναγίας.

Οι διαφοροποιήσεις στην εικονογραφία μεταξύ δυτικής μεσαιωνικής και βυζαντινής τέχνης εκφράζουν ιδεολογικές και αισθητικές αντιλήψεις αλλά και ιστορικές πραγματικότητες. Στη Δύση μέχρι τον 11ο-12ο αι., με τα ασταθή σύνορα και τα αρχαία ρωμαϊκά τείχη κατεστραμμένα, χωρίς ισχυρά οχυρωμένες πόλεις, οι καλλιτέχνες, προσπαθώντας να αποδώσουν το αίσθημα της ασφάλειας, εικονίζουν μια ολόκληρη πόλη με κυρίαρχο στοιχείο τον περίβολο. Αντίθετα, για τους βυζαντινούς καλλιτέχνες, τα τείχη στην απεικόνιση μιας πόλης είναι μάλλον δευτερεύον στοιχείο. Με δεδομένη την ασφάλεια των τειχών της Κωνσταντινούπολης και των άλλων πόλεων της αυτοκρατορίας, η πόλη αποδίδεται κυρίως με την απεικόνιση θρησκευτικών και δημόσιων κτηρίων.

Στην ύστερη ταραχώδη βυζαντινή περίοδο, οι συνθήκες πολιτικής και στρατιωτικής αστάθειας που πολλαπλασιάζουν τη σημασία των οχυρών βρίσκουν το ανάλογό τους στις απεικονίσεις τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι παραστάσεις πύργων ή πυλών στα νομίσματα σε συνδυασμό συχνά με μορφές αγίων-προστατών.

Πολλούς αιώνες αργότερα, πολύτιμα στοιχεία για τα κάστρα προσφέρει η τέχνη των μεταβυζαντινών αιώνων και συγκεκριμένα τα χαρακτικά. Ένα από αυτά, το χαρακτικό του Giovanni Francesco Camocio που χρονολογείται περί τα 1574 παριστάνει το κάστρο της Ακροναυπλίας. Διακρίνονται σαφώς η διαμόρφωση των τειχών και των πυλών, η άνω και κάτω πόλη που αντιστοιχούν στην τότε πραγματικότητα, παρέχοντας στοιχεία που συνδυαζόμενα με αρχαιολογικά και ιστορικά τεκμήρια μπορούν να συνεισφέρουν στην ανασύσταση της εικόνας της πόλης εκείνης της εποχής.

 Εκτός από τις εικαστικές τέχνες, οι οχυρώσεις απαντούν και στη βυζαντινή γραμματεία και συγκεκριμένα σε ιστοριογραφικά έργα, σε λογοτεχνικά κείμενα, σε επιγράμματα και περιγραφές (εκφράσεις) πόλεων. Μετά την κρίση των μεταβατικών αιώνων (7ος – 8ος αι.) και κυρίως κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, στις περιγραφές πόλεων αντικατοπτρίζονται οι νέες συνθήκες κάτω από τις οποίες έπρεπε να λειτουργήσουν οι πόλεις. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στα τείχη, καθώς κατοχυρώνουν το αίσθημα της ασφάλειας αλλά επιπλέον θεωρούνται άξια θαυμασμού. Ο ποιητής και ρήτορας του 10ου αιώνα Ιωάννης Γεωμέτρης έχει αφιερώσει ένα ποίημα σε έναν πύργο των θεοδοσιανών τειχών της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος περιγράφεται ως ισχυρός αλλά και υψηλής αισθητικής: Ἡμῖν Θεὸς δέδωκε πύργον ἰσχύος,/ πύργον βεβαίου, πύργον ἀρρήκτου βίου·/ πάντων κρατοῦντα τῶν παθῶν τῶν τοῦ βίου,/καὶ βαρβάρων χειρῶν τε καὶ τεχνασμάτων· πάντων καλῶν γέμοντα καὶ θεαμάτων·/ πύργωμα κάλλουςπύργον ἀφράστου γάνους. Πολλές πόλεις στην ιστορία του Νικήτα Χωνιάτη αναφέρονται ως μεγάπυργοι, ενώ συγκεκριμένα η Προύσσα ως καλλίπυργος.

Παρόμοια αντιμετώπιση υπάρχει και στην Εγκωμιαστική έκφραση Κορίνθου που έγραψε ο  Ιωάννης Ευγενικός: Ἡ αὐτὴ δὲ καὶ πόλις ὅλη καθ’ αὑτὴν καὶ ἀκρόπολις οὐ τοῦ ἐν ἰσθμῷ νεουργηθέντος αὔθιςθαυμαστοῦ περιβόλου μόνον, ἀλλ’ ἤδη και ξυμπάσης Πελοποννήσου· ἀπορθήτῳ δὲ τείχει καὶ πύργοιςἠσφαλισμένη καὶ ἀκροπόλει πρὸς τῷ τῆς κορυφῆς ἀκροτάτῳ κατωχυρωμένη, πόρρωθεν ἀεὶ τὴν τῶν πολεμίων ἔφοδον ἀποτρέπει καὶ πάσαν ἄσφάλειαν τοῖς οἰκήτορσιν ἐμποιεῖ, μίαν μόνην εἴσοδον, καὶ ταύτην τραχυτάτην κατὰ τὸν τῆς ἄρετῆς οἶμον, προβαλλομένη.

Περιγραφές κάστρων και πύργων, μυθικών ή και ενδεχομένως επηρεασμένων από την πραγματικότητα υπάρχουν και σε άλλα λογοτεχνικά κείμενα, όπως στο Έπος του Διγενή Ακρίτα και στο ποίημα Καλλιμάχος και Χρυσορρόη. Στόχος αυτών των εικόνων είναι η δημιουργία συναισθημάτων «αισθησιασμού και μαγικότητας» στους αναγνώστες.

Για την περίοδο της Φραγκοκρατίας, το Χρονικό του Μορέως, έμμετρη ιστοριογραφική αφήγηση, παρέχει πληροφορίες για τα κάστρα, τη μεσαιωνική ζωή αλλά και τις πολιτισμικές ανταλλαγές, τη σχέση Ελλήνων και Δυτικών και ενδεχομένως το ιδεολογικό υπόβαθρο της μεταξύ τους αντιπαράθεσης.

Από τον 15ο αι. και μετά πυκνώνουν οι μαρτυρίες των ξένων περιηγητών που ανάμεσα στις εντυπώσεις τους για τη χώρα καταγράφουν και τα κάστρα της. Στον ελλαδικό χώρο, μορφές όπως ο Εβλιγιά Τσελεμπή, o Pouqueville, ο Buchon, και o Leake έχουν αναφερθεί στις οχυρώσεις που κυριαρχούσαν στο τοπίο. 

Πηγή έμπνευσης της λαϊκής παράδοσης υπήρξε το κτίσιμο των μεσαιωνικών κάστρων, που θεωρήθηκε ως μια δύσκολη και επίπονη εργασία γι’ αυτό και κρίθηκε απαραίτητη η σύνδεσή του κτισίματος με την πιο σημαντική ανταμοιβή, το γάμο με τη πριγκίπισσα – ιδιοκτήτρια του κάστρου. Άξιο σημασίας είναι το γεγονός ότι, στον αρχικό πυρήνα αυτής της παράδοσης, ο εκλεκτός από τους δύο μνηστήρες στους οποίους ανατίθεται στον μεν ένα το κτίσιμο και στον άλλο η υδροδότηση είναι ο δεύτερος.

Τα κάστρα, σιωπηλοί μάρτυρες του παρελθόντος, προκαλούσαν και προκαλούν βαθιά συγκίνηση στους ανθρώπους. Το μέγεθος των κάστρων, τα τείχη, οι πύργοι, οι κινστέρνες τροφοδότησαν δημοτικά τραγούδια αλλά και τη λαϊκή φαντασία με πολλές παραδόσεις.

Στον 20ο αιώνα αυτά τα «τειχιά» τα «νεροφαγωμένα πού στέκουνται βουβά κι αμίλητα», όπως τα χαρακτηρίζει ο Κόντογλου, άσκησαν ακαταμάχητη γοητεία σε σπουδαίους καλλιτέχνες-λογοτέχνες, όπως ο Τερζάκη, ο Καζαντζάκης, ο  Ουράνης ο Κόντογλου και η Ταρσούλη.

 

Με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης