Τόπος

Τόπος

Τόπος

Γεωγραφικές Ενότητες

Οπτικές συνδέσεις

Οδικά δίκτυα

H μορφολογία του εδάφους και η διάρθρωση των φυσικών τοπίων είναι σε συνδυασμό με τις ιστορικοπολιτικές εξελίξεις καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση του οικιστικού χαρακτήρα, του τρόπου επικοινωνίας και την ανάπτυξη συγκεκριμένων περιοχών. Η γεωγραφική διαμόρφωση ενός τόπου συμβάλλει κατά πολύ στην ασφάλεια του. Σε κρίσιμες περιόδους οι πληθυσμοί εγκαθίστανται σε τόπους απομακρυσμένους από οδικά δίκτυα, δύσκολα προσβάσιμους και με δυνατότητες υποχώρησης, ενώ οι φυσικά οχυρές θέσεις αξιοποιούνται για την δημιουργία οχυρωματικών έργων.

 

Γεωγραφικές Ενότητες

"Ο τόπος μας είναι γεμάτος κάστρα και πύργους. Περνάς από ερημιές, από ντερβένια άγρια και βλέπεις απάνου στα βουνά και στους γκρεμνούς χτισμένα τειχιά νεροφαγωμένα που στέκουνται βουβά και αμίλητα" 

Φώτη Κόντογλου, Καστρολόγος

 

 

Το πολυποίκιλο ανάγλυφο του ελλαδικού χώρου συμβαδίζει με την πολυτάραχη ιστορία των κατοίκων του. Διαφορετικά πολιτικά συστήματα και κοσμοαντιλήψεις δημιουργήθηκαν και άνθησαν στην περιοχή αυτή, ποικίλοι επιδρομείς λεηλάτησαν και κάποτε εγκαταστάθηκαν σε αυτήν.  Και παρά τις ραγδαίες αλλαγές που συνέβησαν από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα η γεωμορφολογία αποτελεί ένα σταθερό παράγοντα για τις ιστορικές εξελίξεις και νοοτροπίες των πληθυσμών. Ο κατακερματισμένος χώρος δημιουργεί διαχρονικά τοπικές ενότητες ευνοώντας την αυτονόμησή τους από μια μακρινή κεντρική εξουσία. Είναι παράγοντας που επηρεάζει επίσης τη δημιουργία ιδιαίτερου οικιστικού χαρακτήρα, τον τρόπο επικοινωνίας και την δυνατότητα ανάπτυξης κάθε τόπου. Κυριότερα όμως, η ασφάλεια μια ευρύτερης περιοχής αποτελεί κρίσιμο παράγοντα επιβίωσης των κατοίκων, που συχνά χρειαζόταν να οχυρωθούν σε απροσπέλαστους τόπους, απομακρυσμένους από οδικά δίκτυα που έφερναν ξένους επιδρομείς.

Η Πελοπόννησος, στο νοτιότερο άκρο της ελληνικής χερσονήσου, κατοικημένη από τα πανάρχαια χρόνια, υπήρξε κύρια εστία του ελληνικού πολιτισμού. Μόνο μια στενή λωρίδα γης, ο Ισθμός της Κορίνθου τη συνέδεε ανέκαθεν με την ηπειρωτική Ελλάδα ενώ η υπόλοιπη περιβάλλεται από θάλασσα. Από τα ανατολικά, στην πλευρά του Αιγαίου, βρέχεται από τον Σαρωνικό και τον Αργολικό κόλπο και νοτιότερα από το Μυρτώο πέλαγος, στα νότια δημιουργείται ο Λακωνικός και ο Μεσσηνιακός κόλπος, ενώ στα δυτικά, προς το Ιόνιο, ανοίγεται ευρύς ο Κυπαρισσιακός κόλπος και βορειότερα ο Πατραϊκός. Μετά το στενό του Ρίου-Αντιρρίου ο Κορινθιακός κόλπος αποτελεί το βόρειο όριο με την Στερεά Ελλάδα μέχρι τον Ισθμό.

 

Η Κορινθία βρίσκεται στο πλέον κομβικό σημείο της Πελοποννήσου, στο βορειοανατολικό της άκρο. Ειδικά η περιοχή του Ισθμού αποτελεί την απόληξη δυο θαλάσσιων δρόμων στο άξονα Ανατολής (Σαρωνικός κόλπος-Αιγαίο Πέλαγος) – Δύσης (Κορινθιακός κόλπος-Ιόνιο πέλαγος). Ταυτόχρονα είναι η μόνη χερσαία δίοδος στον άξονα Βορρά (Στερεά Ελλάδα-Αττική)-Νότου (Αργολίδα- Αρκαδία- και υπόλοιπη Πελοπόννησος).

Εκτός από το τμήμα της Κορινθίας που εκτείνεται βόρεια και ανατολικά του Ισθμού, στη Στερεά Ελλάδα, η υπόλοιπη διακρίνεται σε δυτική, ανατολική και νότια.

Η δυτική περιλαμβάνει τα όρη Απέλαυρο, Σκίπεζα (Ολίγυρτος), Σαϊτά (Όρυξις), Δουρδουβάνα (Πεντέλια) με ψηλότερο τους τη Ζήρια (Κυλλήνη). Στα νότια-νοτιοδυτικά της διακρίνονται αντίστοιχα τα οροπέδια της Στυμφαλίας και του Φενεού. Δυο ακόμη ορεινοί όγκοι, του Μαύρου Όρους (Χελυδορέα) και η Βροστίνα (Ευρωστίνη) φτάνουν μέχρι την ακτή. Στα νότια η περιοχή επικοινωνεί με την Αρκαδία.

Στην ανατολική Κορινθία περιλαμβάνεται η πεδιάδα της Κορίνθου, ο βραχώδης λόφος του Ακροκορίνθου, τα Όνεια Όρη και τα μικρά υψώματα στις Κεγχρεές. Πεδιάδες σχηματίζονται στα νότια των βουνών Σπιριά, Φωκάς (Απεσάς) και Παλουκόραχη, όπως αυτή του Φλιούντος και των Κλεωνών. Ορεινή είναι και η χερσόνησος του Σοφικού στα ανατολικά και τα όρη Γαυριάς και Βέσεζα στα δυτικά. Σημαντικές είναι οι κοιλάδες της Νεμέας, αλλά και ανατολικότερα του Σοφικού και του Αγγελόκαστρου. Το νότιο φυσικό όριο μεταξύ Κορινθίας και Αργολίδας αποτελούν οι ορεινοί όγκοι Τραπεζόνα, Κερνίκελο, Αγ. Τριάδα, βουνά Δερβενακίων (Τρητός), Μεγαλοβούνι (Καρνεάτης) και Φαρμακάς.

Στα μεσαιωνικά χρόνια ωστόσο τα όρια της Κορινθίας έφθαναν νοτιότερα, μέχρι το όρος Αραχναίο της ανατολικής Αργολίδας, περιλαμβάνοντας την Επίδαυρο, Παλαιά και Νέα, και την περιοχή του Λιγουριού.

Τα ποτάμια της Κορινθίας μοιάζουν περισσότερο με χείμαρρους. Χαρακτηριστικά είναι η Φόνισσα (Κριός), το Τρικαλίτικο ποτάμι (Σύθας), της Λέχοβας (Ελισσών) και το Αϊγιωργίτικο ποτάμι (Ασωπός). Στα λεκανοπέδια της Στυμφαλίας και του Φενεού εντοπίζονται οι ομώνυμες λίμνες. Στη λίμνη Φενεού εκβάλει ο Φονιάτικος ποταμός (Όλβιος). Αντίστοιχα, την κοιλάδα της Νεμέας διασχίζει το Κουτσουμαδιώτικο ποτάμι (Νεμέας), ενώ τη κοιλάδα των Κλεωνών ο Λογγοπόταμος. Ανατολικότερα βρίσκεται το Σολομιώτικο ποτάμι.

Λίγα μικρά νησιά περιβάλουν την ηπειρωτική χώρα. Στον Κορινθιακό τα Καλά Νησιά και στον Σαρωνικό το Εβραιονήσι και η Πλατουράδα.

Φυσικά λιμάνια δεν εντοπίζονται από την πλευρά του Κορινθιακού και για το λόγο αυτό κατασκευάστηκε ήδη από την αρχαιότητα το τεχνητό λιμάνι του Λεχαίου. Αντίθετα, ο Σαρωνικός προσφέρει αρκετούς όρμους ελλιμενισμού, όπως οι Κεγχρεές και ο Σχοινούντας που αποτελούσε την κατάληξη του διόλκου, επάνω στον οποίο μεταφέρονταν τα πλοία από τον Κορινθιακό στον Σαρωνικό. Ο δίολκος, η πλακόστρωτη οδός μεταξύ Κορινθιακού και Σαρωνικού αποτέλεσε την αποτελεσματικότερη λύση επί αιώνες για την μεταφορά των πλοίων από τη μια θάλασσα στην άλλη.   

Το κλίμα είναι αρκετά ζεστό και με λίγες βροχές στο ανατολικό τμήμα και περισσότερο υγρό και ψυχρό στα ορεινά δυτικά.

 

Η Αργολίδα βρίσκεται νότια της Κορινθίας και ανατολικά της Αρκαδίας. Λόγω της εγγύτητάς και της στενής επικοινωνίας της με την Κορινθία συχνά θεωρείτο ως μια ενιαία περιοχή με την Κορινθία, γνωστή ως Αργολιδοκορινθία. Αποτελείται από την αργολική χερσόνησο στα ανατολικά και την ευρύτερη περιοχή του Άργους στα δυτικά. Η αργολική χερσόνησος βρέχεται στα βόρεια από το Σαρωνικό και στα νότια από τον αργολικό κόλπο. Ο τελευταίος βρέχει και τις ανατολικές ακτές του δυτικότερου τμήματος της περιοχής. 

Στα χερσαία όριά της η Αργολίδα διακρίνεται από την Κορινθία στα βόρειοανατολικά από τον ορεινό όγκο του Αραχναίου, από το Μεγαλοβούνι και τον Φαρμακά και στα βορειοδυτικά από την Κυλλήνη, τον Ολίγυρτο και το Λύρκειο όρος. Λίγο νοτιότερα, στα δυτικά, το Αρτεμίσιο και το Παρθένιο όρος ορίζουν το δυτικό πέρας της Αργολίδας με την Αρκαδία.

Τα παράλιά της σχηματίζουν κόλπους, ακρωτήρια και χερσονήσους.

Από τα νησιά αξιοσημείωτα είναι οι νησίδες μεταξύ Ιρίων και Τολού, η Υψηλή, η Πλατειά, η Ρόμβη το Δασκαλιό και το Κοκορονήσι, καθώς και το Μπούρτζι στο Ναύπλιο.

Από τις πεδιάδες μεγαλύτερη είναι η Αργολική και μικρότερες του ποταμού Ινάχου, της Αλέας, της Σκοτεινής, του Αχλαδόκαμπου, του Μπερμπατίου στην Πρόσυμνα. Στη Ναυπλία του Λιγουριού, της Δήμαινας, της Πιάδας, της Επιδαύρου και της παραλίας της, των Ιρίων, της Ερμιόνης, στο Κρανίδι, στα Δίδυμα.

Η περιοχή διαρρέεται από χείμαρρους, όπως ο  Ίναχος, ο Ερασινός, ο Ποντίνος, η Λέρνα, ο Χάραδρος, η Φόνισα (Κριός) από την Καρυά και το Μαύρο όρος. Στην περιοχή του Άργους βρίσκεται το ποτάμι Κεφαλαρίου.  

Από τα λιμάνια ξεχωρίζουν της Παλαιάς και Νέας Επιδαύρου, του Κρανιδίου, του Τολού, του Ναυπλίου και ο όρμος Μύλων.

Το κλίμα χαρακτηρίζεται από βροχές, χιονοπτώσεις και χαμηλές θερμοκρασίες στα ορεινά ενώ  στις παραλίες είναι ζεστό και άνυδρο.

 

Η Αρκαδία είναι η κεντρική περιοχή της Πελοποννήσου. Επικοινωνεί με την δυτική Κορινθία μέσω των ορεινών όγκων της περιοχής και με την δυτική Αργολίδα από την περιοχή της Καριάς και των Μύλων. Η περιοχή της Κυνουρίας είναι η μοναδική που διαθέτει παράλια στα νοτιοανατολικά της που βρέχονται από το Μυρτώο πέλαγος.

Είναι ένας κατεξοχήν ορεινός τόπος, όπως αναφέρει ο  Στράβων (1ος π.Χ.-1ος μ.Χ.): Ἀρκαδία ἐστὶν ἐν μέσῳ μὲν τῆς Πελοποννήσου, πλείστην δὲ χώραν ὀρεινὴν ἀποτέμνεται. Η ισχύουσα σήμερα διοικητική διαίρεση σε επίπεδο νομού, δεν αντιστοιχεί με τα αρχαία γεωγραφικά όρια της Αρκαδίας. Η αρχαία Αρκαδία είχε μεγαλύτερη έκταση από τη σημερινή. Σε αυτήν ανήκε μεγάλο τμήμα της σημερινής νότιας και νοτιοδυτικής Αχαΐας, όπως η περιοχή των Καλαβρύτων, των Λουσών, της Κλειτορίας και της Ψωφίδας. Καταλάμβανε επίσης τις ορεινές περιοχές της Φενεού, της Στυμφάλου, της Σκοτεινής και της Αλέας που σήμερα ανήκουν στη δυτική Κορινθία. Στην αρχαία Αρκαδία άνηκε και η σημερινή νοτιοδυτική Ηλεία και ειδικότερα οι περιοχές Αλίφειρας, Φιγάλειας και Βασσών, Θεισόας του Λουκαίου, καθώς και η περιοχή της Ανδρίτσαινας.

Αν και οι κάτοικοι της Κυνουρίας θεωρούντο αρκαδικής καταγωγής, η περιοχή τους ήταν το μήλο της έριδος μεταξύ Σπάρτης και Άργους. Το μεγαλύτερο τμήμα, αν όχι όλο, της επαρχίας Κυνουρίας που σήμερα ανήκει διοικητικά στην Αρκαδία, κατά τον μεσαίωνα αποτελούσε κομμάτι της Λακωνίας, ενώ η περιοχή της νοτιοανατολικής Κυνουρίας έως και την ίδρυση του ελληνικού κράτους ανήκε στην Αργολίδα και όχι στην Αρκαδία, η οποία περιοριζόταν στην ορεινή περιοχή της ενδοχώρας.

Η Αρκαδία οριοθετείται από επιβλητικά βουνά. Ξεκινώντας από βόρεια του νομού και ακολουθώντας τα όρια του ανατολικά, νότια και δυτικά συναντούμε τα όρη Άφροδίσιο, Σαϊτάς, Όλίγυρτος, Τραχύ, Λύρκειο, Αρτεμίσιο, Κτενιάς, Παρθένιο, Ζάβιτσα, Πάρνωνα, Βόρειο Ταϋγετο και Λύκαιο. Το Μαίναλο, στη μέση περίπου της Αρκαδίας, την χωρίζει ουσιαστικά σε δύο τμήματα, στο ανατολικό και το δυτικό. Εκτός από τα βουνά, τα ποτάμια, οι εύφορες κοιλάδες και οι πεδιάδες είναι τα χαρακτηριστικά της περιοχής.

Τα νερά στην Αρκαδία είναι άφθονα. Στο ανατολικό-κλειστό τμήμα απορροφώνται από τις καταβόθρες και έπειτα αναδύονται σε ορισμένες περιπτώσεις ως «κεφαλάρια». Στο δυτικό-ανοικτό τμήμα τα νερά ρέουν προς το Ιόνιο πέλαγος μέσω των ποταμών Λάδωνα, Αλφειού και Ερύμανθου που μάλιστα έδιναν τη δυνατότητα πλεύσης διευκολύνοντας τις επικοινωνίες.

Το κλίμα είναι αρκετά ψυχρό με βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις που ευνοούν τη βλάστηση.

Οπτικές συνδέσεις

"Ἀναγκαία δὲ ἡ τῶν καμινοβιγλατόρων ὑπάρχει ὠφέλεια· καὶ χρὴ τὸν στρατηγὸν καὶ τούτων πολλὴν ποιεῖσθαι τὴν ἐπιμέλειαν καὶ ἐν ἐπιτηδείοις τόποις ἐφιστᾶν τὰ καμινοβίγλια, ὅπως, ἡνίκα κίνησις τῶν ἐχθρῶν γένηται, καὶ βιγλάτορες ταύτης αἴσθωνται διὰ τῶν καμινοβίγλων, καὶ ὁ στρατηγὸς τὴν ἐξέλευσιν τῶν ἐχθρῶν προγινώσκῃ καὶ ποίαν ὁδὸν ἐξελθεῖν μέλλωσι, καὶ αἱ χῶραι δι' αὐτῶν τε καὶ τῶν ἐκσπηλατόρων καταμηνυόμεναι τοῖς ὀχυρώμασι καταφεύγωσι καὶ τὰ τούτων θρέμματα." 

Περί Παραδρομής του κυρού Νικηφόρου του Βασιλέως

Μια φυσικά προστατευμένη θέση ήταν συχνά η πλέον εύλογη επιλογή για το κτίσιμο ενός κάστρου. Το ποικιλόμορφο ανάγλυφο της Πελοποννήσου προσφέρει ορεινά εξάρματα και απομονωμένες χερσονήσους που παρέχουν τη δυνατότητα οχύρωσης. Ήδη από την προϊστορία, τέτοιες θέσεις χρησιμοποιήθηκαν για την ασφάλεια οικισμών και πόλεων. Οι πύργοι και τα κάστρα σε υψώματα, πέρα από την ασφάλεια που πρόσφεραν, είχαν και το σημαντικό πλεονέκτημα του εκτεταμένου, συνήθως πανοραμικού, οπτικού πεδίου. Έλεγχαν πεδιάδες, κοιλάδες, ποτάμια, λίμνες και πελάγη, χερσαία και υδάτινα περάσματα. Επιπλέον, μπορούσαν να επικοινωνούν οπτικά με άλλα οχυρά μεταδίδοντας και λαμβάνοντας βασικές πληροφορίες για επιδρομές, λεηλασίες και πολιορκίες.

Όταν δεν μεσολαβούν ορεινοί όγκοι, το οπτικά ελεγχόμενο πεδίο είναι προνομιακό. Είναι μάλιστα δυνατό να βελτιώνεται ακόμη περισσότερο, καθώς τα τείχη και οι πύργοι υψώνονται σε ένα ακόμη μεγαλύτερο ύψος από το έδαφος. Ιδιαίτερα ο κεντρικός πύργος, ο ακρόπυργος, συνήθως κτίζεται σε καίρια σημεία του οχυρού, είτε στο ψηλότερο σημείο της θέσης, αν εκεί μπορεί να ανεγερθεί κτήριο, ή, τουλάχιστον, σε κάποιο από τα υψηλότερα σημεία, ελέγχοντας ταυτόχρονα την είσοδο και την έξοδο στο κάστρο. Η οπτική εμβέλεια όμως μπορεί να μειώνεται ακόμη και στο ελάχιστο, εξαιτίας κλιματικών παραγόντων, π.χ. το ποσοστό της υγρασίας, τη βροχόπτωση ή τη χιονόπτωση, την χαμηλή νέφωση ή την ομίχλη.        

Ήδη από την αρχαιότητα είναι γνωστό το σύστημα των φρυκτωριών, της μετάδοσης σημάτων με φρύκτους, φλεγόμενους πυρσούς. Με αυτή τη μέθοδο η Μήδεια αναφέρεται ότι ειδοποίησε τους Αργοναύτες να μεταβούν στην Κοχλίδα. Παρόμοια, οι Έλληνες που εισχώρησαν μέσω του Δούρειου Ίππου στην Τροία κάλεσαν τους Έλληνες να επιστρέψουν από την Τένεδο και να λεηλατήσουν την πόλη. Ο Θουκυδίδης κάνει λόγο για «φίλιους φρύκτους» και για «πολέμιους φρύκτους». Στη μέση βυζαντινή περίοδο, στο σύγγραμμα Περί παραδρομής που αποδίδεται στον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά (963-969) γίνεται αναφορά στην χρησιμότητα των «καμινοβιγλατόρων» που ειδοποιούν τον στρατηγό για τις κινήσεις των εχθρών, έτσι ώστε αυτός να μπορεί να λάβει τα μέτρα του και ο πληθυσμός να καταφεύγει στα οχυρά με τα υπάρχοντά του για να σωθεί. Πληροφορίες για παρόμοιου τύπου μετάδοση πληροφοριών υπάρχουν για την Φραγκοκρατία και για την Ενετοκρατία.

Για την μετάδοση αυτών των πληροφοριών χρησιμοποιούνταν καίριες θέσεις που συνήθως υπήρχε κάποιου τύπου οχύρωση, ένα φρούριο ή ένας μεμονωμένος πύργος. Στην Αργολίδα, την Αρκαδία και την Κορινθία εντοπίζονται σημαντικά κάστρα και θέσεις που η οπτική σύνδεση είναι δεδομένη. Ξεκινώντας από τον διαχρονικά οχυρωμένο Ακροκόρινθο σε ύψος 550 μ., ένα ευρύ θαλάσσιο και χερσαίο πεδίο είναι στην εμβέλειά του. Στα βόρεια, στην περιοχή του Ισθμού εποπτεύει το Εξαμίλιο Τείχος, στα ανατολικά του την περιοχή των Κεγχρεών και των Ονείων Ορέων όπου εντοπίζονται επίσης οχυρές θέσεις. Στα νότια επικοινωνεί με την οχυρή θέση της Αμπιδίτσας αλλά και με το Αγιονόρι. Δυτικά επικοινωνεί με το στρατηγικό ύψωμα στο όρος Φωκά το οποίο με τη σειρά του επικοινωνεί οπτικά με το επίσης διαχρονικό κάστρο του Άργους τη Λάρισα.

Η τελευταία επικοινωνεί άνετα με τις οχυρές θέσεις του Ναυπλίου (Ακροναυπλία, Μπούρτζι, Παλαμήδι) στα νοτιοανατολικά του, ενώ στα νότια με το κάστρου Κιβερίου, το οποίο με τη σειρά του βλέπει το Ναύπλιο.

Εξαιτίας του πλήθους των βουνών της Αρκαδίας, τα οχυρά της έχουν οπτικές συνδέσεις που περιορίζονται σε μικρότερες γεωγραφικές ενότητες. Αυτό ισχύει για τα κάστρα που εκτείνονται γύρω από τον  ορεινό όγκο του Μαινάλου και βόρεια του Ταυγέτου. Βόρεια και ανατολικά του Πάρνωνα οχυρά διάσπαρτα στην περιοχή της Κυνουρίας – Τσακωνιάς ίσως αποτελούσαν τους ενδιάμεσους σταθμούς διασύνδεσης από τα παράλια προς την αρκαδική και λακωνική ενδοχώρα. Απαιτείται ωστόσο ακόμη δύσκολη και μακροχρόνια έρευνα ώστε να διαπιστωθούν με σιγουριά οι οπτικές συνδέσεις των οχυρών της Αρκαδίας με τις παραθαλάσσιες περιοχές που την περιβάλλουν.     

Οδικά δίκτυα

"Εἰ δέ γε ἡ ὁδός, ἣν ὑποστρέφουσιν, εὑρεθῇ φέρουσα τοῖς πολεμίοις ἐκ τῶν ἄνωθεν καὶ ἐφόμαλός ἐστι, μὴ ἔχουσα δυσχωρίαν τοῦ κατὰ πρόσωπον αὐτῶν ἀντιστῆναι, ἀλλ' ἡνίκα πρὸς τὸ καταφερὲς ἐπικλίνει, τότε στενὴ καὶ δύσβατός ἐστι, συγχέουσα τὰς παρατάξεις αὐτῶν καὶ ὀλίγους διέρχεσθαι ἀναγκάζουσα καὶ τοὺς ἄλλους ὁμοίως παρασκευάζειν ἐπακολουθεῖν καὶ διέρχεσθαι, ἐν ἐκείνοις τοῖς στενωποῖς δέον πεζικὰς τάξεις καταστῆσαι ἔνθεν κἀκεῖθεν τῶν πολεμίων, δύο μὲν κατὰ τὸ δεξιόν, δύο δὲ κατὰ τὸ εὐώνυμον, ἀπ' ἀλλήλων διακεκριμένας."

Περί Παραδρομής του κυρού Νικηφόρου του Βασιλέως

Το ποικίλο γεωανάγλυφο της Ελλάδας είναι η αιτία για το ιδιόμορφο χερσαίο και υδάτινο δίκτυο επικοινωνιών. Οι ορεινοί όγκοι συχνά είναι απροσπέλαστοι. Η θάλασσα στην αρχαιότητα ήταν προσφορότερη για να μετακινηθεί κανείς από τη μια περιοχή στην άλλη. Όμως, παρά τις δυσκολίες, οι χερσαίες επικοινωνίες αναπτύχθηκαν ήδη πριν από τους ιστορικούς χρόνους.

Στην Πελοπόννησο οδηγούσαν χερσαίοι δρόμοι από βορρά αλλά και θαλάσσιοι από το Αιγαίο, Ιόνιο και Κρητικό πέλαγος. Από την Κόρινθο, τον σημαντικότερο χερσαίο και υδάτινο κόμβο, παράκτιοι δρόμοι οδηγούσαν δυτικά στην Πάτρα. Αν κάποιος ήθελε να κατευθυνθεί νότια προς τη Σπάρτη και τα λιμάνια του Γυθείου και της Μονεμβασιάς μπορούσε να χρησιμοποιήσει τους εσωτερικούς μεσόγειους δρόμους που περνούσαν από τα αστικά κέντρα της κεντρικής Πελοποννήσου. Άλλοι δρόμοι από την Πάτρα οδηγούσαν προς το εσωτερικό της χώρας αλλά και στα δυτικά και νοτιοδυτικά λιμάνια της Πελοποννήσου, όπως τη Μεθώνη και την Κορώνη.

Κατά την εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας δημιουργήθηκε ένα αξιόλογο οδικό δίκτυο στα εδάφη της. Νέες διανοίξεις δρόμων και οδοστρωσίες, σημάνσεις, γέφυρες και σταθμοί για διανυκτέρευση, φαγητό, λουτρό και αλλαγή των ζώων πραγματοποιήθηκαν εκείνη την περίοδο. Αυτοί θεωρούνταν μάλιστα και οι πλέον ασφαλείς δρόμοι για τους ταξιδιώτες. Ονομάζονταν δημόσιοι δρόμοι ή δημοσιακοί, μεγάλοι, καθολικοί, ξυλοφορικοί και αμαξηγοί. Ωστόσο, στην Πελοπόννησο, καθώς δεν αποτελούσε δίοδο για τα στρατεύματα, δεν ιδρύθηκαν καινούριοι δρόμοι. Κάποιες από τις πανάρχαιες διαδρομές της συντηρήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν και στα μεταγενέστερα χρόνια, επί βυζαντινής, φραγκικής, ενετικής και οθωμανικής κυριαρχίας. Οι πορείες αυτές κάποτε μεταβάλλονταν μετά από πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά γεγονότα. Κάποιοι δρόμοι εγκαταλείπονταν, άλλοι προσαρμόζονταν και άλλοι αναβίωναν. Γενικά όμως δεν παρατηρούνται μεγάλες αλλαγές στην χάραξη των χερσαίων δρόμων, παρά το γεγονός ότι τα οικιστικά κέντρα που συνδέονταν είχαν διακυμάνσεις –άκμαζαν, παρήκμαζαν, εγκαταλείπονταν, αναβίωναν- με το πέρασμα των αιώνων.

Ειδικά η Κορινθία και η Αργολίδα ανέπτυξαν ένα σημαντικό οδικό δίκτυο επικοινωνίας μεταξύ τους, αλλά και με την Αρκαδία. Η έρευνα έχει εντοπίσει αρκετούς αρχαίους δρόμους, χάρη στα σημάδια που άφηναν οι τροχοί των αρμάτων σε ασβεστολιθικά εδάφη.

Μια σημαντική διαδρομή στην Κορινθία ήταν η ανατολική. Από τον Ισθμό ξεκινούσε δρόμος για την Επίδαυρο και την Τροιζήνα που περνούσε από τις Κεχγρεές και την κοιλάδα του Σοφικού, ενώ ένας δευτερεύων δρόμος ένωνε την Κόρινθο με την Επίδαυρο, μέσω του Αγ. Ιωάννη και του Αγγελοκάστρου.

Οι δρόμοι προς Άργος περνούσαν μέσα από στενωπούς της εκτενούς οροσειράς μεταξύ Αργολίδας και Κορινθίας (Μεγαλοβούνι, Αγ. Τριάδα, Αραχναίο) και αναφέρονται από τους αρχαίους και μεσαιωνικούς συγγραφείς, όπως ο Παυσανίας και αντίστοιχα ο Χωνιάτης. Βασική ήταν η διαδρομή μέχρι τις Κλεωνές. Εκεί μπορούσε να φτάσει κανείς από τη Σικυώνα απευθείας χωρίς να χρειαστεί να πλησιάσει στην Αρχαία Κόρινθο. Από την τελευταία ξεκινούσαν οι περισσότεροι κύριοι δρόμοι προς Κλεωνές. Ο δυτικότερος δρόμος, ο πιο ομαλός αλλά και πιο μακρύς, ξεκινούσε από Κόρινθο, συνέχιζε προς Άγιο Βασίλειο, έφτανε στις Αρχαίες Κλεωνές, και περνώντας νότια του Αγίου Γεωργίου Νεμέας, κατέληγε στον αργολικό κάμπο. Ακολουθώντας την ίδια διαδρομή μέχρι τις Κλεωνές, μπορούσε κανείς να ακολουθήσει νοτιότερα πιο σύντομη πορεία και να βγει μέσω του στενού των Δερβενακίων στον αργολικό κάμπο. Αυτή η διαδρομή ήταν και η πλέον πολυσύχναστη. Ταυτίζεται με την οδό που περιγράφει ο Παυσανίας ότι περνάει από το όρους «του Τρητού». Στην Τουρκοκρατία χαρακτηριζόταν ως αφεντικός δρόμος, δηλαδή κύριος.

Επίσης, υπάρχει και το στενό του Αγίου Σώστη, λίγο ανατολικότερα από τα Δερβενάκια, που καταλήγει στην περιοχή των Μυκηνών. Άλλη διαδρομή, και πάλι από την πεδιάδα των Κλεωνών, οδηγούσε στον Άγιο Βασίλειο, και πριν μπει στην αργολική πεδιάδα, ανέβαινε σε μεγάλο ύψος, περνώντας δυτικά από το Στεφάνι. Αυτές οι δύο τελευταίες πορείες παρουσίαζαν το μειονέκτημα της ανάβασης σε μεγάλο υψόμετρο και δεν ήταν πρακτικές για τις άμαξες.

Διαφορετική πορεία ακολουθούσε η οδός που ταυτίζεται μάλλον με την αναφερόμενη στις αρχαίες και μεσαιωνικές πηγές ως Κοντοπορεία. Από την Κόρινθο, ακολουθούσε το δρόμο παράλληλα με το ποτάμι της περιοχής του Σολομού, έφτανε στο Χιλιομόδι, συνέχιζε στη κλεισούρα Αγιονορίου και της Πρόσυμνας (Μπερμπατίου) καταλήγοντας στον Αργολικό κάμπο. Λόγω του μικρού μήκους του και της καίριας θέσης του, ήταν ο πιο δημοφιλής κατά την αρχαία και βυζαντινή περίοδο, ενώ ήταν ο μοναδικός που οδηγούσε απευθείας στο Ναύπλιο.

Επιπλέον, από το λιμάνι των Κεγχρεών, υπήρχε ένας ακόμη δευτερεύων δρόμος που έφθανε στη νέα Μονή Φανερωμένης και ενωνόταν με το δρόμο του Αγιονορίου, πριν την είσοδο στην Κλεισούρα.  

Η Φλειασία, στη δυτική Κορινθία, αποτελούσε επικοινωνιακό κόμβο προς την Αργολίδα, την Αρκαδία και την υπόλοιπη βόρεια Πελοπόννησο. Πιστεύεται ότι υπήρχαν 3 δρόμοι που οδηγούσαν στην δυτική Αργολίδα. Ισάριθμοι δρόμοι υπήρχαν και για την Αρκαδία μέσω των βουνών Φαρμακά και Γαβριά, ενώ ένας ακόμη φαίνεται ότι είχε διανοιχθεί για την εκμετάλλευση της ξυλείας του Φαρμακά. Η επικοινωνία του Φλειούντα με την Αρκαδία ήταν εφικτή μόνο διά μέσου του συγκεκριμένου αυχένα.

Στην δυτική Αργολίδα ο σημαντικότερος οδικός κόμβος ήταν αυτός της Οινόης που συνδεόταν με την Αρκαδία με 3 βασικές οδούς. Ο Παυσανίας αναφέρει την διά της Κλίμακος, την δια Πρίνου και του Τροχού. Ωστόσο, η πιο βασική οδός προς την Αρκαδία ήταν η νότια: από τους Μύλους, περνάει από το χωριό Αχλαδόκαμπος (Ύσιες) και συνεχίζει προς το Μουχλί και την Τεγέα-Νύκλι στο αρκαδικό οροπέδιο. Στα νεώτερα χρόνια ο δρόμος είναι γνωστός και ως Τουρκόστρατα.

Αυτό το οδικό δίκτυο είναι διάσπαρτο με οχυρώσεις. Ανάλογα με τις συνθήκες κάθε εποχής κτίζονταν και κάστρα. Την εποχή της βυζαντινής αυτοκρατορίας που η κεντρική εξουσία ήταν επιφορτισμένη με την ασφάλεια των επαρχιών ενισχύθηκαν σημαντικά αρχαία κάστρα σε επίκαιρες αστικές θέσεις, όπως του Ακροκορίνθου, της Λάρισας Άργους, της Ακροναυπλίας και της Τεγέας. Δημιουργήθηκαν επίσης οχυρώσεις σε παράλιους οικισμούς, όπως στην Παλαιά Επίδαυρο, στην Ερμιόνη και στην νησίδα Ρόμβη όπου ελέγχονταν καλύτερα από τον αυτοκρατορικό στόλο την εποχή που η ενδοχώρα λεηλατείτο από τις σλαβικές επιδρομές. Οι ανάγκες όμως για ασφαλείς οχυρές θέσεις πολλαπλασιάστηκαν κατά την περίοδο της φραγκικής κυριαρχίας. Το δυτικό φεουδαρχικό σύστημα μεταμοσχεύθηκε ουσιαστικά αυτούσιο στον ελλαδικό χώρο και για κάθε έναν από τους πολυάριθμους τοπάρχες χρειαζόταν μια ασφαλής οχυρή κατοικία, ένα μικρό κάστρο.

Στην Πελοπόννησο, οι περιοχές που ελέγχονταν από τους Φράγκους, τους Ενετούς, τους Βυζαντινούς και αργότερα τους Τούρκους ήταν τόσο κοντά η μια στην άλλη που ο κυρίαρχος μιας περιοχής όφειλε να εξασφαλίζεται από τις επεκτατικές βλέψεις του εκάστοτε γείτονά του. Αυτή η πολιτική πολυδιάσπαση πολλαπλασίασε και την ανάγκη για νέα αμυντικά σημεία. Έτσι παρατηρείται σε καίρια σημεία του οδικού δικτύου να είναι κτισμένα πολλά σημαντικά κάστρα. Πέρα από τον Ακροκόρινθο και το Πεντεσκούφι, ο Άγιος Βασίλειος, το Πολύφεγγος, το Αγιονόρι, η Αλαταριά, η Χόριζα, το Αγγελόκαστρο, η Καζάρμα, η Λάρισα, η Ακροναυπλία, το Κιβέρι, η Καρύταινα η Άκοβα, η Δαβιά, το Λεοντάρι, το Μουχλί, τα Τσιπιανά και δεκάδες ακόμη έλεγχαν περιοχές και δρόμους και φιλοδοξούσαν να προσφέρουν κάποια ασφάλεια στον εκάστοτε επικυρίαρχό τους. Αργότερα, κατά την εποχή της οθωμανικής επικράτησης τα κάστρα των κυριότερων πόλεων της περιοχής είναι και πάλι, όπως επί βυζαντινής αυτοκρατορίας, αρκετά για τη νέα ισχυρή κεντρική εξουσία και έτσι πολλά στην ενδοχώρα εγκαταλείπονται για πάντα. Άλλωστε, ο κίνδυνος για τους Οθωμανούς ερχόταν από τους θαλάσσιους δρόμους και τα παράλια κάστρα που οι Ενετοί πάντοτε διεκδικούσαν και χρησιμοποιούσαν ως βάση τους. Αυτό συνέβη κατά τη σύντομη Β΄ Ενετοκρατία (1685-1715) που με κεραυνοβόλο τρόπο ολόκληρος ο Μοριάς πέρασε στην Γαληνοτάτη. Η κυριαρχία στη θάλασσα επέτρεψε στα στρατεύματα της Βενετίας να αποκλείσουν και τους χερσαίους δρόμους της Πελοποννήσου οδηγώντας σε πλήρη αποκλεισμό τους Οθωμανούς που επανήλθαν ωστόσο λίγα χρόνια αργότερα. Οι δρόμοι και τα οχυρά τους στην Πελοπόννησο θα γνώριζαν τις τελευταίες τους δραματικές στιγμές κατά τα Ορλωφικά (1770) και κατά την Επανάσταση του 1821 όπου θέσεις όπως τα Ταμπούρια στα Τρίκορφα, η Τριπολιτσά, τα Δερβενάκια και πολλές άλλες θα σημαδευτούν από μάχες και σφαγές Ελλήνων, Φιλελλήνων, τουρκικών, αιγυπτιακών στρατευμάτων και άμαχου πληθυσμού.

 Στα νεώτερα χρόνια οι πανάρχαιοι αυτοί δρόμοι αφέθηκαν στη λήθη καθώς τη θέση τους πήραν σύγχρονοι. Το παλαιό οδικό δίκτυο είναι πλέον ένα δύσκολο αντικείμενο έρευνας για τους ερευνητές.                

Με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης